Πριν λίγες ημέρες τιμήθηκε η Παγκόσμια Ημέρα Οικογενειακού Γιατρού η οποία ορίστηκε για τις 19 Μαϊου μετά από πρωτοβουλία της Παγκόσμιας Ένωσης Γενικής - Οικογενειακής Ιατρικής.
Η ημέρα αυτή στην συγκυρία των εκτάκτων καταστάσεων που συνοδεύουν την επιδημική κρίση του covid-19, αποτελεί μια αφορμή αναγνώρισης και ενίσχυσης του κεντρικού ρόλου που πρέπει να διαδραματίζει ο Οικογενειακός Ιατρός στην παροχή εξατομικευμένης, ολιστικής και συνεχούς φροντίδας υγείας των πολιτών.
Αυτή είναι η κυρίαρχη αποστολή του Οικογενειακού Ιατρού ως πρωταρχικού παράγοντα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας το 1978 στη διακήρυξη της Άλμα Άτα, στην οποία αποφασίστηκε ότι «η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι βασική φροντίδα εδραιωμένη σε επιστημονικά ορθή πράξη και κοινά αποδεκτές μεθόδους και τεχνολογίες που παρέχονται στα άτομα και στις οικογένειές στην κοινότητα, με πόρους που εξασφαλίζει η κοινωνία και η εκάστοτε χώρα».
Ιδιαίτερα επίκαιρο ενδιαφέρον αναδεικνύεται από το σκεπτικό της απόφασης αυτής, σε σχέση με την ασαφή ατμόσφαιρα περί οργάνωσης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και του θεσμού του Οικογενειακού Ιατρού, όπως επανέρχεται στην επικαιρότητα με αφορμή την επιδημική κρίση του covid-19.
Περισσότερο λοιπόν από ποτέ στην γενικότερη ατμόσφαιρα της υγειονομικής αβεβαιότητας, αναδεικνύεται η μοναδική αξία της ποιοτικής σχέσης μεταξύ ιατρού και ασθενούς που αποτελεί και την θεμελιώδη βάση υπόστασης του Οικογενειακού Ιατρού.
Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται με την πρόσφατη απόφαση της UNESCO, σύμφωνα με την οποία «η ποιοτική σχέση ιατρού-ασθενούς αποτελεί θεμελιώδη ανθρώπινη συνιστώσα για την υγειονομική περίθαλψη του πολίτη, καθώς παρέχει πολλαπλή στήριξη στην κατάσταση της αβεβαιότητας και ταλαιπωρίας που προκαλεί η ασθένεια και η θεραπευτική αγωγή, ενώ συμβάλλει στη βελτίωση των διαδικασιών διαγνωστικού προσανατολισμού και θεραπείας, που με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να φτάσει σε υψηλό επίπεδο εξατομίκευσης και σεβασμού».
Εκ των ως άνω καθίσταται αυταπόδεικτος ο ιδιαίτερος ρόλος που καλείται να δαδραματίσει ο Οικογενειακός Γιατρός ως στυλοβάτης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και του οποίου η υπόσταση εξαρτάται άμεσα από την αρχή της σχέσης Ιατρού – Ασθενούς.
Κατόπιν τούτου και με το δεδομένο ότι η σχέση Ιατρού-Ασθενούς και κατά συνέπεια η υπόσταση του Οικογενειακού Ιατρού, υπόκεινται διαρκώς σε υπονομεύσεις και απειλές που απορρέουν από διάφορες επιδράσεις πολιτικού, κοινωνικού, οικονομικού, τεχνολογικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα, καθίσταται απαραίτητη η προστασία και η ενίσχυση τους.
Αυτή η αναγκαιότητα επαναβεβαιώνεται συνεχώς μέσω της αναντικατάστατης σχέσης εμπιστοσύνης, φιλίας, ικανοποίησης και ευγνωμοσύνης, που διαμορφώνεται μεταξύ ιατρού και ασθενούς με την πάροδο ετών και κάτω από δυσχερείς συνθήκες αγωνίας, πόνου, ανασφάλειας και λύτρωσης, όπως αυτές που βιώνουν οι κοινωνίες κατά την διάρκεια της επιδημικής κρίσης του covid-19.
Αυτές οι συνθήκες είναι που καθιέρωσαν στην κοινωνική αντίληψη την έννοια του «οικογενειακού ιατρού», πολύ πριν αποφασίσει η πολιτεία να ασχοληθεί με την θεσμοθέτησή του.
Τα νομοθετήματα με τα οποία διαχρονικά επιχειρήθηκε να καθιερωθεί ο «Οικογενειακός Ιατρός» ως θεσμός της πολιτείας, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.
Και αυτό διότι οι συντάκτες των νομοθετημάτων επιχείρησαν να θεσμοθετήσουν την υπόσταση του Οικογενειακού Ιατρού αποκλειστικά με λογιστικά κριτήρια, χωρίς να λάβουν υπόψη τους την αναντικατάσταστη σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς.
Η πρακτική που είχε υιοθετηθεί τα προηγούμενα χρόνια από την πολιτεία, για τον πολίτη της οικονομικής κρίσης και της φτωχοποιημένης κοινωνίας, που βρέθηκε ανυπεράσπιστος μπροστά στον επιδημικό κίνδυνο, με το δίλημμα να «επιλέξει σε ορισμένο χρόνο οικογενειακό ιατρό, εκ του περιορισμένου αριθμού των υποδεικνυομένων που δεν γνώριζε», ήταν καταδικασμένη εκ των πραγμάτων να αποτύχει.
Η απροκάλυπτη υπόδειξη εκ μέρους της πολιτείας προς τον πολίτη, να παραμερίσει τον ιατρό που εμπιστεύονταν και με τον οποίον επί χρόνια είχε οικοδομήσει τις μοναδικής αξίας σχέσεις ιατρού-ασθενούς, δεν αποτέλεσε παρά συνέχεια μιας σειράς ανεφάρμοστων επιλογών, που ατυχώς δεν έχουν αποφέρει την αναγκαία γνώση και κρίση στους ιθύνοντες.
Η πολιτεία αρνείται μέχρι σήμερα να αναγνωρίσει το γεγονός ότι, ο σημερινός πολίτης είναι επαρκώς εκπαιδευμένος να αναγνωρίζει τα πρώιμα συμπτώματα μιας βαριάς νόσου που τον απειλεί και καταφεύγει έγκαιρα στον κατά περίπτωση αρμόδιο ειδικό ιατρό.
Με αυτό τον τρόπο σώζονται ζωές, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος και αποτρέπονται βαριές νοσήσεις και αναπηρίες που πλην άλλων επιφέρουν και βαρύτατο οικονομικό κόστος.
Η πολιτεία ωστόσο εμμένει στην αντίληψη ότι ο ασθενής πρέπει πρώτα να επισκέπτεται τον θεσμοθετημένο Οικογενειακό Ιατρό του συστήματος, ο οποίος εν προκειμένω υποβαθμίζεται σε ένα είδος θυρωρού (gate keeper), που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να τον παραπέμψει στον κατά περίπτωση ειδικό ιατρό.
Οι συνέπειες αυτής της αντίληψης είναι αυτονόητες και έχουν επαρκώς και κατ επανάληψη διατυπωθεί από τους Φορείς της Ιατρικής Κοινότητας, με αποφάσεις συλλογικών οργάνων, εισηγήσεις και παρεμβάσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Χρέος της πολιτείας είναι να θεσμοθετήσει τον Οικογενειακό Ιατρό σύμφωνα με τις πραγματικά απαιτούμενες προδιαγραφές, να παραμερίσει τους λογιστικούς πειραματισμούς στον χώρο της Υγείας και να αποδώσει στους πολίτες αυτό που πραγματικά τους ανήκει και για το οποίο έχουν πληρώσει αδρά και εξακολουθούν να πληρώνουν εκ του υστερήματος τους, δια των ασφαλιστικών τους εισφορών και της φορολογίας.
Ει μη τι άλλο η πρόσφατη εμπειρία που έχει κατακτηθεί από την διαχείριση της επιδημικής κρίσης δείχνει τον δρόμο.