Τα βάσανα που
άφησα στο σταθμό
κανένα τραίνο
δεν τα πήρε.
Μείνανε εκεί
σαν να υπάκουσαν
στo ΑΛΤ του καιρού...
και στις εντολές
των ένστολων σταθμαρχών
που χαιρετούσαν
τους «πρόσφυγες
Μήνες» που ταξίδευαν.
Μνήσθητί μου
κύριε...
Πόσες φορές ήρθε
η μελαγχολία στο σπίτι
και κάθισε
ανάμεσα στα
παλιά έπιπλα, την κουζίνα, στον φεγγίτη
που τρύπωσε στα
μύχια και τα ευδόκιμα αισθήματα
που ζούσαν
ανάμεσα στα ΠΕΡΙΠΟΥ και
στα αμίλητα του
καιρού,
σε «υψηλές
δόσεις» παρηγορίας!
Μνήσθητί μου
κύριε...
Ήρθε ο καημός
κι` έγινε άφαντος ο αγέρας.
Όμως εγώ, από
σεβασμό στην τύχη,
ικέτευα τα
τρεχούμενα νερά,
τα πεδία των
βαρυτικών κυμάτων,
τη νύχτα που
ταξίδευε,
τον Παντοκράτορα
της νοσταλγίας,
και όλο έλεγα...
Αχ Ψυχή μου, Αχ
Ψυχή μου,
πρόγονε εαυτέ
μου,
πες τις δυνάμεις
που ξέχασαν τα
πνεύματα και τις δασείες
από κτίσεως
Κόσμου να λένε....
Φτάνει πια!
Μη λέτε άλλα
ψέματα στα «μετόπισθεν»
των ελπίδων!
Γιάννης Ναζλίδης