Συντάκτης: Αναστάσιος Βασιάδης
Η εξαγγελλόμενη σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας, μετά την λήξη του
επιδημικού συναγερμού και η ποθούμενη επιστροφή στην κανονικότητα και στην
αναπτυξιακή πορεία του τόπου, αποτελούν το περιεχόμενο των πολιτικών ανακοινώσεων, που ωστόσο γίνονται
με επιφύλαξη δεκτές από τους πολίτες, οι
οποίοι βιώνουν την οικονομική ύφεση που συνοδεύει την επιδημία του κορωνοϊού
και αναμένεται να λάβει απροσδιόριστες διαστάσεις από την επόμενη ημέρα.
Γενική πεποίθηση είναι ότι η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων που
κατ ανάγκη επιβλήθηκαν για την υγειονομική προστασία των πολιτών, δεν επαρκούν
για να δώσουν στην οικονομία την ώθηση που απαιτείται ώστε να επιτευχθούν οι
στόχοι που ανακοινώνονται.
Είναι γνωστό ότι η οικονομία, πριν ακόμα ενσκήψει η επιδημία και
ειδικότερα κατά τα χρόνια των μνημονίων, είχε περιέλθει σε μια αδιέξοδη
στασιμότητα, η οποία επιτάθηκε λόγω της εισβολής του κορωνοϊού στην
καθημερινότητα των πολιτών.
Η επιζητούμενη οικονομική ανάκαμψη του τόπου, μετά την λήξη του
επιδημικού συναγερμού, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την υπέρβαση εκείνη, που θα
βγάλει την οικονομία από την αδιέξοδη στασιμότητα στην οποία είχε περιέλθει τα
προηγούμενα χρόνια.
Η ζητούμενη δε υπέρβαση καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με τα
αλλεπάλληλα εξοντωτικά οικονομικά μέτρα, που λαμβάνονταν τα μνημονιακά χρόνια με εισπρακτικό και μόνο χαρακτήρα.
Οι πολίτες είναι πεπεισμένοι ότι η οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη του
τόπου δεν χρειάζεται κάποιες υπερφυσικές ικανότητες της πολιτικής διαχείρισης.
Τόλμη απαιτείται και ρεαλισμός πάνω στα τρέχοντα ανοιχτά θέματα, όπως
αυτά διαμορφώθηκαν με την επιδημική κρίση, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής
πραγματικότητας που αντιμετωπίζει ανάλογα ζητήματα.
Η αναγκαία υπέρβαση απαιτεί κατά αρχήν ένα νέο γενικό θεσμικό πλαίσιο
που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής και των περιστάσεων.
Το νέο αυτό θεσμικό πλαίσιο πρέπει να διασφαλίζει τον εκδημοκρατισμό
της οικονομίας χωρίς τις στρεβλές διατάξεις του παρελθόντος, που λειτουργούσαν
ως τροχοπέδη της αναπτυξιακής προοπτικής του τόπου.
Η συνταγματική επιταγή περί ισονομίας και προστασίας των εννόμων
συμφερόντων των πολιτών και των κοινωνικών ομάδων, επιβάλλεται να αναδειχθεί
και να ενισχυθεί θεσμικά, ώστε να επέλθει ο οικονομικός και κοινωνικός
εκδημοκρατισμός της χώρας, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του
τόπου, ιδιαίτερα κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Το σύνταγμα της χώρας άλλωστε προβλέπει την οικονομική και κοινωνική
δικαιοσύνη η οποία πρέπει να εκφράζεται και να εφαρμόζεται στο καθημερινό
γίγνεσθαι.
Η συνύπαρξη της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής επιβάλλεται να
αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε σχεδιασμού αναπτυξιακής πολιτικής, ιδιαίτερα
μετά την επιδημική κρίση.
Βασικό συστατικό της επιδιωκόμενης ανάπτυξης αποτελούν αδιαμφισβήτητα
οι επενδύσεις οι οποίες αναζητούνται.
Είναι όμως αυτονόητο ότι επενδυτικές πρωτοβουλίες, στην μετά τον
κορωνοϊό εποχή, χωρίς την άρση των απαγορευτικών εμποδίων που εξακολουθούν να
υπάρχουν και κάθε στιγμή ορθώνονται, δεν πρόκειται να υπάρξουν.
Μεταξύ των βασικών εμποδίων της όποιας επενδυτικής πρωτοβουλίας είναι
το απρόβλεπτο φορολογικό πλαίσιο που δρα αποτρεπτικά σε κάθε επενδυτική
πρωτοβουλία.
Το απρόβλεπτο φορολογικό τοπίο αποτελεί αντικίνητρο για κάθε είδους
επένδυση, δεν λειτουργεί ανταποδοτικά προς όφελος της οικονομίας και εμμέσως
εκτρέφει την παραοικονομία.
Οι εξαγγελλόμενες ανακουφιστικά φορολογικές ελαφρύνσεις, λόγω των
περιστάσεων, είναι ευπρόσδεκτες. Δεν
επαρκούν όμως για να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Οι επενδυτές και γενικότερα οι πολίτες, προσδοκούν συνολικά την εφαρμογή
της συνταγματικά δίκαιης φορολογίας,
όπως συμβαίνει σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, πέραν των περιστασιακών φορολογικών μέτρων.
Η επενδυτική πρωτοβουλία για να εκδηλωθεί δυναμικά και να βηματοδοτήσει
την οικονομία, αναζητά την νηφάλια οικονομική σκέψη και το ομαλό κλίμα στις
εργασιακές σχέσεις που αποτελούν την πεμπτουσία της αναπτυξιακής προοπτικής.
Οι επίδοξοι επενδυτές τέλος, που προτίθενται να ενεργοποιηθούν στην
χώρα μας, ειδικότερα μετά την επιδημική κρίση, καλούνται να ξεπεράσουν το
μεγάλο εμπόδιο της γραφειοκρατίας, με τις χρονοβόρες και εν πολλοίς
δυσπροσπέλαστες διαδικασίες, που τελικά τους οδηγούν σε παραίτηση και τους
τρέπουν σε φυγή.
Για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και την καθιέρωση ενός υγιούς
διοικητικού πλαισίου που θα ευνοεί την ανάπτυξη, απαιτείται η σαφής πολιτική
βούληση και η αναγκαία θεσμική θωράκιση.
Ο δρόμος προς την υγιή οικονομία είναι πολυδαίδαλος και επίμοχθος.
Αυτό που πρέπει να κατανοήσουν οι έχοντες την θεσμική αρμοδιότητα να
χαράσσουν και να εφαρμόζουν οικονομική πολιτική, είναι ότι η οικονομία έχει
τους δικούς της απαράβατους κανόνες που δεν εντάσσονται σε καμία ιδεολογία
οποιουδήποτε προσανατολισμού.
Η ιστορία έχει δείξει ότι, όταν οι κανόνες της οικονομίας παραβιάζονται
χάριν ιδεολογικών η άλλων σκοπιμοτήτων, αυτό αποβαίνει εις βάρος των λαών με
καταστροφικές συνέπειες που όλοι τις απεύχονται.
Αποτελεί γενική πεποίθηση ότι η ελληνική οικονομία κινείται από
καιρού μέσα σε ένα αδιέξοδο περιβάλλον,
το οποίο έλαβε περαιτέρω δραματικά χαρακτηριστικά με την επιδημική κρίση.
Η έξοδος από αυτήν την πραγματικότητα αποτελεί ευθύνη κάθε αρμοδίου
αλλά και κάθε ενεργού πολίτη.
Το μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας που έχει ανάγκη η κοινωνία, μετά και την επιδημική κρίση που βίωσε και
εξακολουθεί να βιώνει, σχετίζεται με την αναπτυξιακή προοπτική του τόπου, την
εξυγίανση της οικονομικής πολιτικής, τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας και την
κοινωνική δικαιοσύνη.
Αυτά απαιτούν οι περιστάσεις και αναμένουν οι πολίτες.