Επειδή λατρεύω τον κάμπο της Ημαθίας, καθώς ξετυλίγεται, σαν ένα πανέμορφο ροδαλό χαλί, με τ’ ανθισμένα οπωροφόρα δέντρα του, τις μηλιές, τις ροδακινιές και τις αχλαδιές ,
χωρίς δεύτερη σκέψη, άρπαξα την ευκαιρία, μόλις πληροφορήθηκα
για την παράσταση, που θα ανέβαζε το
ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βέροιας, με τον τίτλο “Ανθισμένες ροδακινιές”, στο χώρο Τεχνών.
Είχε κάτι το ασυνήθιστο, σε σχέση με τις συνηθισμένες
θεατρικές παραστάσεις, αφού ο ταξιθέτης με οδήγησε προς τον χώρο της σκηνής και
όχι εκεί που κάθονται οι θεατές. Παραξενεύτηκα αλλά αφέθηκα να τον ακολουθώ.
Είχα την περιέργεια να δω επί τέλους τα σκηνικά και τα κοστούμια που σχεδίασε ο
ευρηματικός και ξεχωριστός για το στυλ που ακολουθεί, Τάσος Πρωτοψάλτου, καθηγητής
της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Φλώρινας. Οι θεατές ήδη βρίσκονταν
στις θέσεις τους, μάλλον, εγώ ήμουν η τελευταία…
Στο επάνω μέρος του σκηνικού, καταπράσινα κλαδιά φορτωμένα με
τον μεστωμένο καρπό, τα λαχταριστά ροδάκινα, μας προϊδέασαν για το φυσικό σκηνικό που θα πλαισίωνε την
παράσταση. Οι ανθισμένες ροδακινιές πρόβαλαν κάπως ντροπαλά κι έδωσαν μια νότα
ροδόλευκης, σιωπηλής παρουσίας, γεμίζοντας την καρδιά μας με ανοιξιάτικα
πεταρίσματα. Στο άνοιγμα της αυλαίας,
αντίκρυ μας κι ανάμεσα από τα καθίσματα των υποτιθέμενων θεατών, κάποιες
γυναικείες φιγούρες άρχισαν να ελίσσονται με αρμονικές, χορευτικές κινήσεις.
Πρόκειται για το θέατρο έρευνας, που προσπαθεί να παρουσιάσει κάτι το
ξεχωριστό, στην ανίχνευση του διαφορετικού από τα συνήθη. Η ατμόσφαιρα πάλλεται
στις διακυμάνσεις του ρομαντικού, αναφορικά με τα σκηνικά και τα κοστούμια, που
καταξιώνουν για μια ακόμη φορά τον ταλαντούχο και χαρισματικό καλλιτέχνη του
είδους, Τάσο Πρωτοψάλ του. Άψογος ο
συνδυασμός που πέτυχε, με το καλλιτεχνικό του αισθητήριο, αφού συμπλήρωσε με το παραδοσιακό κοντογούνι της
βεροιώτικης στολής, σ’ ένα από τα κοστούμια, το κλασικά ρομαντικό στυλ της Κοκό
Σανέλ. Με το μαύρο να έρχεται σε αντίθεση, με το λευκό και τους κατά τα άλλα
ήπιους χρωματισμούς, δημιούργησε μια σκηνική ατμόσφαιρα καλαίσθητης αισιοδοξίας
και ανάλαφρων παλμών, μες στην πεζότητα και το κυκλοθυμικό φαίνεσθαι των
προσώπων του έργου. Όσον αφορά το σενάριο, μας έδωσε την εντύπωση μιας
αποσπασματικής, σε συνέχειες, ιστορίας, που ακουμπούσε στο παρελθόν αλλά
οδηγούσε στο παρόν, με πρόσωπα που ξετύλιγαν το νήμα της προσωπικής τους
πορείας άλλοτε με τη μάσκα της υποκρισίας κι άλλοτε με κραυγαλέες αποκαλύψεις.
Οι υπερβολές των ηθοποιών σε εκφράσεις και εκτονωτικές αποκαλύψεις δεν έπειθαν
κάποιες φορές τους θεατές για την υποκριτική τους πληρότητα, αντίθετα συνέβαλαν σε διφορούμενο αποτέλεσμα.
Το σενάριο βασίστηκε στη σύγκρουση του αληθινού με το ψεύτικο, στην
κοινωνικοπολιτιστική πορεία της Βέροιας,
με συνεχείς αναφορές στον κάμπο της, που σαν κεντημένη ποδιά την περιβάλλει,
στην κατακραυγή για την αλλοίωση του Τόπου και την αλλοτρίωση των ανθρώπων της,
για το “φαίνεσθαι” και το “είναι”, για το ψευτοπροοδευτικό και το πραγματικά
εποικοδομητικό. Και στο τέλος η προσπάθεια για συγκατάβαση στα λάθη κι έναν
επαναπροσδιορισμό της αληθινής ταυτότητας των ανθρώπων καθώς και της μεταξύ
τους σχέσης.
Θα ήθελα να καταθέσω την ένστασή μου για την ατυχή έκφραση “ο
ήλιος βρυχάται”, που εκστόμισε ένας από τους ηθοποούς της παράστασης, αν
θυμάμαι καλά, ο “συλλέκτης στιγμών”, επειδή δεν στέκει ακόμη και ως μεταφορά.
Βρυχάται ένα άγριο θηρίο ενώ ο ήλιος λάμπει και ζεσταίνει τις παγερές καρδιές
των ανθρώπων. Επίσης, ήταν εντελώς αταίριαστα τα μαύρα μποτάκια με τα οποία
συνδύασε η υποδυόμενη το ρόλο της δημοσιογράφου το λευκό σε κλασική γραμμή
φόρεμά της. Φυσικά οι ανθισμένες
ροδακινιές θα ήταν καλό να πλαισίωναν την παράσταση σε όλη τη διάρκειά της. Τα
θερμά μου “συγχαρητήρια” στους συντελεστές της παράστασης και ιδιαίτερα στον
Τάσο Πρωτοψάλτου, που με τις ρομαντικές πινελιές και την ανάλαφρη ατμόσφαιρα
μετρίασε το ιδιόμορφο και κάπως δύσκαμπτο σενάριο του έργου.