Συντάκτης:
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΣΙΑΔΗΣ
Κατά τη διάρκεια της ανεξέλεγκτης προσφυγικής ροής των
προηγούμενων ετών, πολλοί συνάνθρωποι
μας έχασαν τη ζωή τους, στην προσπάθεια
να διέλθουν ανεξέλεγκτα από τα θαλάσσια σύνορα της Ευρώπης, αναζητώντας
καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Το μεγαλύτερο βάρος αυτής της προσφυγικής μετακίνησης
υπέστη και υφίσταται η χώρα μας και ιδιαίτερα
τα νησιά του Αιγαίου, που βρίσκονται πλησίον των μικρασιατικών ακτών,
χωρίς να παραγνωρίζονται και οι
παράνομες είσοδοι από τα χερσαία σύνορα, τα οποία πρόσφατα επιχειρήθηκε μαζικά
να παραβιαστούν.
Το μείζον ζήτημα που αναδείχθηκε από αυτήν την
κατάσταση ήταν το επισφαλές υγειονομικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε από τον
μεγάλο αριθμό προσφύγων που κατόρθωσαν να φτάσουν στην χώρα και τους κινδύνους
που εξακολουθούν να απειλούν τους ίδιους και τις τοπικές κοινωνίες.
Το υγειονομικό πρόβλημα που εκδηλώθηκε εξ αρχής και
εξακολουθεί να εκδηλώνεται στους πρόσφυγες, συνδέεται με τις ακατάλληλες
συνθήκες διαβίωσης, τις υποτυπώδεις συνθήκες υγιεινής, την έκθεση στο ψύχος,
την έλλειψη επαρκούς αερισμού και πρόσβασης σε φυσικό φωτισμό, την κακή
διατροφή και την ανύπαρκτη ή πολύ περιορισμένη πρόσβαση σε εξωτερικούς χώρους
και σε σωματική άσκηση.
Αυτά όλα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επίκαιρη
επιδημική κρίση του κορωνοϊού,
αποτέλεσαν παράγοντες που συνέβαλλαν στην εκδήλωση και τη μετάδοση
διαφόρων ασθενειών όπως δερματολογικών, αναπνευστικών, γαστρεντερικών κλπ.
Σε αυτά προστίθεται και το γεγονός ότι οι πρόσφυγες
και οι αιτούντες άσυλο έχουν υποβληθεί σε μια πολύ μακρά στέρηση της ελευθερίας
με περιορισμένη δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και τις οικογένειές
τους, με συνέπεια να εμφανίζουν διαταραχές της ψυχικής τους υγείας.
Στις δομές προσωρινής φιλοξενίας που δημιουργήθηκαν σε
διάφορες περιοχές της χώρας, καταβλήθηκαν προσπάθειες με σκοπό την ασφάλεια κατά την υποδοχή των προσφύγων,
την προστασία της ευάλωτης ομάδας των ασυνόδευτων παιδιών, την παροχή
υγειονομικής περίθαλψης και πρόληψης στους πληθυσμούς αυτούς, την παραπομπή
τους σε Δημόσια Νοσοκομεία, όταν αυτό κρίνονταν αναγκαίο και την προάσπιση της
δημόσιας υγείας του γενικού πληθυσμού.
Ο μεγάλος όμως και απρόβλεπτος αριθμός των προσφύγων
που συνέχισαν να καταφθάνουν ανεξέλεγκτα, είχε ήδη καταστήσει ανεφάρμοστο σημαντικό μέρος του
προγραμματισμού της ελληνικής πολιτείας, λόγω έλλειψης των αναγκαίων υποδομών,
του απαραίτητου εξοπλισμού και του απαιτούμενου στελεχιακού δυναμικού.
Με την γενικότερη επιδημική έξαρση του κορωνοϊού και
τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται, το όλο προσφυγικό ζήτημα
λαμβάνει δραματικά χαρακτηριστικά.
Δεν απέχει από την πραγματικότητα η γενικότερη
εκτίμηση, ότι οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων, υπό την γενικότερη επιδημική
απειλή, απειλούν να μετατρέψουν τις
δομές φιλοξενίας σε εν δυνάμει υγειονομικές βόμβες, με εξαιρετικά
δυσμενείς συνέπειες για τους ίδιους και για τις τοπικές κοινωνίες.
Η άρνηση των ευρωπαϊκών χωρών να δεχθούν τους
πρόσφυγες που ήδη έφθασαν στην χώρα μας
και φιλοξενούνται προσωρινά στις ειδικές δομές, κατέστησε ακόμα πιο δραματική
την κατάσταση, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες μαζικές απόπειρες παραβίασης των συνόρων από οργανωμένες
προσφυγικές ομάδες.
Η επιδημική έξαρση του κορωνοϊού που πλην άλλων έπληξε και όλες τις ευρωπαϊκές χώρες,
κατέστησε απαγορευτική πλέον την προσφυγική μετακίνηση προς αυτές, που σημαίνει
ότι η φιλοξενία των προσφύγων στις ελληνικές δομές φιλοξενίας παρατείνεται επί
αόριστον.
Παρά το γεγονός ότι το όλο προσφυγικό ζήτημα, όπως
έχει εμπλακεί με την επιδημική κρίση,
αποτελεί γενικότερα ευρωπαϊκό πρόβλημα,
σε αυτήν την συγκυρία πλήττει
κύρια την Ελλάδα ως χώρα.
Οι Έλληνες ιατροί κάτω από τις δραματικές συνθήκες που
συντρέχουν με την επιδημική κρίση, έκαναν και κάνουν ότι μπορούν για να
βοηθήσουν τους πρόσφυγες, με ανθρωπισμό, σεβασμό και προσήλωση στις ευρωπαϊκές
αρχές, φροντίζοντας για την ασφάλεια και την φροντίδα αυτών των ανθρώπων,
ανεξαρτήτως αν φέρουν μαζί τους η όχι συνοδευτικά έγγραφα.
Η υποβαθμισμένη στελέχωση και ο ελλιπής εξοπλισμός των
Δημοσίων Δομών Υγείας όμως, δεν επαρκούν για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες
του ελληνικού πληθυσμού, ιδιαίτερα υπό την επιδημική πίεση.
Πολύ περισσότερο δυσχεραίνονται να εξυπηρετήσουν τον
μεγάλο αριθμό των προσφύγων που ήδη φιλοξενούνται στις δομές και επιχειρείται
συνεχώς να αυξηθούν με τις επιχειρούμενες νέες προσφυγικές ροές.
Για την επαρκή υγειονομική βοήθεια των προσφύγων σε
επίπεδο πρόληψης, επειγόντων περιστατικών και τρέχουσας εξυπηρέτησης, είναι
επιτακτικά αναγκαίο να υπάρξει η αναγκαία χρηματοδότηση για την αξιοποίηση της
συνολικής υποδομής της χώρας σε ιατρικό, λοιπό υγειονομικό προσωπικό, σε
φαρμακευτική, εξοπλιστική και εργαστηριακή κάλυψη, καθώς και σε νοσηλευτική
υποστήριξη.
Είναι γνωστό ότι σημαντικά χρηματοδοτικά προγράμματα
από Διεθνείς Οργανισμούς κατευθύνονταν προς τις λεγόμενες Μη Κυβερνητικές
Οργανώσεις, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν είχαν την δυνατότητα να καλύψουν τις
πραγματικές υγειονομικές ανάγκες των προσφύγων.
Είναι δε σημαντικό να επισημανθεί ότι μετά την
επιδημική έξαρση του κορωνοϊού, οι Μη
Κυβερνητικές Οργανώσεις πρακτικά εξαφανίστηκαν, μετακυλώντας τις όποιες
αρμοδιότητες είχαν στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας της χώρας.
Αποτελεί επομένως επιτακτική αναγκαιότητα, οι Αρχές
και τα Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιληφθούν των συνεπειών του προσφυγικού ζητήματος εν μέσω επιδημικής
κρίσης, πριν αυτές λάβουν εντελώς ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Οι αναγκαίες πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει
να κινηθούν κατά κύριο λόγο σε πολιτικό επίπεδο, με την ανάληψη δράσεων που θα
αποσκοπούν στον συνολικό έλεγχο και την επιτυχή διαχείριση του προσφυγικού
ζητήματος, ιδιαίτερα σε σχέση με την σοβούσα επιδημία.
Μεταξύ αυτών των δράσεων πρέπει να συμπεριληφθεί η ενεργοποίηση ειδικού
αναπτυξιακού προγράμματος υποστήριξης, ενίσχυσης και αξιοποίησης όλων των
υφιστάμενων υγειονομικών υποδομών.
Η τρέχουσα επικαιρότητα μονοπωλείται
δικαιολογημένα από τις εξελίξεις της
επιδημικής κρίσης, με αποτέλεσμα όλα τα άλλα καίρια ζητήματα, που ωστόσο
εξελίσσονται, να έχουν παραμεριστεί.
Κάποια στιγμή όμως ο συναγερμός της επιδημίας θα λήξει
και θα αναδυθεί η επιτακτικότητα των ζητημάτων, που επί του παρόντος παραμένουν
στο περιθώριο του ενδιαφέροντος.
Μεταξύ αυτών το προσφυγικό ζήτημα θα παρουσιάσει νέα
έξαρση, αν δεν αναληφθούν έγκαιρα οι αναγκαίες πρωτοβουλίες.
Οι απαιτούμενες δράσεις πρέπει να έχουν ως στόχο την
τήρηση των πολιτικών συμφωνιών και τη συνέχιση των ενεργειών που βρίσκονται σε
εξέλιξη, με σκοπό την επιτυχή διαχείριση του προβλήματος, σε συντονισμό με
ανάλογες δράσεις Διεθνών Οργανισμών, όπως είναι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας,
το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας, η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για
τους Πρόσφυγες (HCR), ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης κλπ.
Οι συντονισμένες δράσεις που επιβάλλεται περαιτέρω να
αναληφθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους Διεθνείς Οργανισμούς, πρέπει να
έχουν σαν στόχο την διαμόρφωση Κοινού Πλαισίου Αλληλεγγύης και Διαχείρισης του
Προσφυγικού Ζητήματος σε σχέση με την επιδημική κρίση.
Η χώρα μας, της οποίας η γεωφυσική θέση την τοποθετεί
ως είσοδο μεταναστών από την Ασία,
πρέπει να ενισχυθεί σημαντικά με κονδύλια, τα οποία να επιτρέπουν τη διαβίωση
και την υγειονομική περίθαλψη των προσφύγων, ειδικότερα εν μέσω της επιδημικής
κρίσης.
Η καταγραφόμενη συνεχής προσφυγική ροή, που αποτελεί
ένα γενικό ευρωπαϊκό πρόβλημα, αναδεικνύει τον σημαντικό ρόλο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, για τις άμεσες και βραχυπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις που εκδηλώνονται
και αναμένονται να εκδηλωθούν περαιτέρω, σε συνδυασμό με την επιδημία του
κορωνοϊού.
Η χώρα μας ως υφιστάμενη ταυτόχρονα της συνέπειες,
τόσο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, όσο της εμμένουσας προσφυγικής,
όσο και της επίκαιρης επιδημικής, έχει κάθε λόγο να διεκδικεί αυτά που
της ανήκουν, ως ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.