«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου μας εὑρισκόμεθα σήμερα, εἴτε ἐμεῖς οἱ κληρικοί, μόνοι μέσα στούς ἄδειους ἱερούς μας ναούς, εἴτε ἐσεῖς στά σπίτια σας, μόνοι καί σιωπηλοί. Ἐνώπιον τῆς ἄκρας ταπεινώσεως καί τῆς ὑπερτάτης θυσίας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ χοϊκός ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά ὁμιλήσει.
Καί ὅμως τήν φοβερή ἐκείνη ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου στόν Γολγοθᾶ πολλοί εἶναι αὐτοί πού ὁμιλοῦν. Ὁμιλοῦν οἱ γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, πού νομίζουν ὅτι ἔχουν ὁλοκληρώσει τό ἀνόσιο ἔργο τους. Ὁμιλοῦν οἱ παραπορευόμενοι πού χλευάζουν καί βλασφημοῦν τόν Χριστό, πού τούς εὐεργέτησε καί θεράπευσε τίς ἀσθένειές τους. Ὁμιλεῖ ὁ ἕνας ἐκ τῶν συσταυρωμένων ληστῶν πού, ἀμφισβητώντας τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τόν προκαλεῖ λέγοντας: «Εἰ σύ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτόν καί ἡμᾶς».
Οἱ λόγοι αὐτοί δέν ἔχουν καμία σημασία, δέν ἔχουν καμία ἀξία. Ἀποδεικνύουν μόνο τή σκληρότητα τῶν καρδιῶν τους κατά τή μοναδική στιγμή τοῦ κόσμου. Ἡ γῆ σείεται, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίζεται «εἰς δύο ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω», καί αὐτοί παραμένουν σκληροί, ἀμετακίνητοι, ἀμετανόητοι. Γι᾽ αὐτό καί οἱ λόγοι τους μένουν χωρίς οὐσιαστική ἀπάντηση καί λησμονοῦνται.
Ὑπάρχει ὅμως ἕνας λόγος διαφορετικός, ἀσυνήθιστος, σωτήριος. Ἕνας λόγος πού ἀλλάζει τά δεδομένα τοῦ κόσμου καί ἐπαναλαμβάνεται ἔκτοτε ἀπό ἑκατομμύρια στόματα. Εἶναι ὁ λόγος τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ πού συσταυρώνεται μέ τόν Χριστό, πού συναντᾶ τή θεία συγκατάβαση καί τόν λόγο τοῦ Θεοῦ-Λόγου.
Εἶναι ἕνας λόγος πού ἀντηχεῖ καί διασχίζει τήν ἱστορία, πού φθάνει μέχρι τόν οὐρανό. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Μία φράση τόσο περιεκτική ὅσο καμία ἄλλη στόν κόσμο. Ἕνας ληστής, ἕνας ἁμαρτωλός, ἕνας καταδικασμένος σέ θάνατο, πού δέν εἶδε τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πού δέν δέχθηκε τίς εὐεργεσίες του, πού δέν ἄκουσε τόν λόγο του, τόν ὁμολογεῖ. Ὁμολογεῖ τή Θεότητά του, ὁμολογεῖ τό ἔλεός του, ὁμολογεῖ τήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη βασιλεία του.
Διότι ποιόν λόγο θά εἶχε διαφορετικά ὁ ληστής, πού δέν ζήτησε ποτέ συγγνώμη ἀπό τούς ἀνθρώπους, νά ζητᾶ τό ἔλεος ἀπό ἕνα συγκατάδικό του; Ποιόν λόγο θά εἶχε ὁ ληστής νά ζητᾶ νά τόν θυμηθεῖ στή βασιλεία του Αὐτός, τόν ὁποῖο ἐκεῖνοι πού εὐεργέτησε τόν χλεύαζαν, γράφοντας στόν Σταυρό του «ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων», ἄν δέν τόν πίστευε; Ποιόν λόγο θά εἶχε νά ζητήσει ἕνα θαῦμα ἀπό Αὐτόν πού ὁ ἕνας μαθητής του τόν εἶχε προδώσει, ὁ ἄλλος τόν εἶχε ἀρνηθεῖ καί οἱ ὑπόλοιποι τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει καί εἶχαν κρυφθεῖ «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων»;
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Στήν πίστη τοῦ ληστοῦ ὁ Χριστός προσφέρει τή σωτηρία. Στή μετάνοιά του τήν ἄφεση. Στήν ὁμολογία του τήν οὐράνια βασιλεία του. «Ἀμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ».
«Ληστήν, Δέσποτα, εἰσάγεις εἰς τόν παράδεισον;» ἐρωτᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Ὁ Πατήρ ὁ σός διά μόνην ἁμαρτίαν τόν Ἀδάμ ἐξήγαγεν τοῦ παραδείσου καί σύ τόν ληστήν εἰσάγεις, τόν μυρίοις κακοῖς καί μυρίαις παρανομίαις ὑπεύθυνον;». Ὁ Θεός-Πατήρ ἐξεδίωξε τόν Ἀδάμ ἀπό τόν παράδεισο γιά μία καί μόνη ἁμαρτία, καί σύ εἰσάγεις τόν ληστή πού εἶναι ὑπεύθυνος γιά μυριάδες κακά καί παρανομίες;
Τί ἔκανε ὁ ληστής καί κέρδισε τόν παράδεισο; συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐνήστευσε, ἐδάκρυσε; ἔσχισε τά ροῦχα του; ἔδειξε μετάνοια ἐπί πολλά ἔτη; Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά δέν ἔκανε. Ἀλλά ἐπάνω στόν σταυρό ἔτυχε τήν ἀπόφαση τῆς σωτηρίας, γιά νά δοῦμε ὅλοι πόση ἀξία ἔχει τό «μνήσθητί μου, Κύριε», πόση ἀξία ἔχει ἡ ὁμολογία τῆς μετανοίας του. Πίστη προσέφερε ὁ ληστής γιά τή σωτηρία του, πίστη πού ἔφθασε μέχρι τόν οὐρανόν καί τοῦ ἄνοιξε τήν πύλη τήν κεκλεισμένη.
Ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου καί πάλι σήμερα ὅλοι μας. Ποιά εἶναι ἡ δική μας στάση ἔναντι τοῦ Χριστοῦ; Οἱ περισσότεροι, τό γνωρίζω, εὑρίσκεσθε σέ ἕνα περιβάλλον διαφορετικό ἀπό αὐτό τοῦ ναοῦ, ὅπου θά θέλατε νά εἶσθε.
Ὅμως ὁ Χριστός εἶναι παντοῦ. Σταυρώθηκε στόν Γολγοθᾶ γιά νά ἔχουμε ὅλοι τή δυνατότητα νά τόν δοῦμε, ὅπου καί ἄν εὑρισκόμεθα, ἀρκεῖ νά στρέψουμε πρός αὐτόν τό βλέμμα τῆς ψυχῆς μας. Σταυρώθηκε στόν Γολγοθᾶ γιά νά ἀκουσθεῖ ἀπό ἐκεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο τό «Μνήσθητί μου, Κύριε» τοῦ ληστοῦ ἀλλά καί ἡ δική του διαβεβαίωση «Σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ».
Ἄς στρέψουμε τό βλέμμα μας στόν δι᾽ ἡμᾶς σταυρωθέντα Κύριο καί ἄς μήν ἀφήσουμε τόν πόνο καί τή θλίψη πού μᾶς προκαλεῖ ἡ πανδημία καί οἱ συνέπειές της νά ἀποσπάσουν τήν προσοχή μας. Ἄς στρέψουμε τό βλέμμα μας στόν Χριστό καί ἄς μήν δυσανασχετοῦμε, γιατί δέν εὑρισκόμεθα αἰσθητά κοντά του. Ἄς ἀποδεχθοῦμε μέ ταπείνωση καί ὑπακοή αὐτή τή δοκιμασία, χωρίς νά κρίνουμε καί νά κατακρίνουμε κανέναν.
Καί ἐάν γιά κάποιον λόγο, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δέν μποροῦμε νά πᾶμε στήν ἐκκλησία, ἄς προσευχηθοῦμε στήν οἰκία μας, «εἰ διά καιρόν ἀποληφθείημεν … ἐν οἰκίᾳ μετά πολλῆς ἡσυχίας εὔχεσθαι». Διότι καί ὁ ληστής «οὐκ ἐν οἴκῳ στάς εὐκτηρίῳ, οὐδέ γόνατα κλίνας, ἀλλ᾽ ἐπί τοῦ σταυροῦ τεταμένος, ἀπό ρημάτων ὀλίγων τῆς βασιλείας ἐπέτυχε».
Δέν ἐπέτυχε ὁ ληστής τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν οὔτε ἐπειδή εὑρισκόταν μέσα στόν ναό, οὔτε μέ τίς γονυκλισίες, ἀλλά ἐπάνω στόν σταυρό καί μέ λίγες λέξεις τήν κέρδισε. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Ἄς μήν ὑποτιμήσουμε τόν ληστή, μᾶς προτρέπει ὁ ἱερός πατήρ. Ἄς μήν ἐντραποῦμε νά πάρουμε ὡς διδάσκαλο, αὐτόν πού ὁ Δεσπότης μας δέν ντράπηκε νά εἰσαγάγει πρῶτο στόν παράδεισο. Ἄς μήν ἐντραποῦμε νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά του, τό παράδειγμα τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας καί τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως, καί ἀπό τόν δικό μας σταυρό, τόν σταυρό τῆς παρούσης δοκιμασίας μας, ἄς ποῦμε στόν Δεσπότη Χριστό τό «Μνήσθητί μου, Κύριε», γιά νά ἀπολαύσουμε καί ἐμεῖς τήν ἴδια ἀπάντηση· «Σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ». Ἀμήν.
Διάπυρος πρός τόν δι᾽ ἡμᾶς Σταυρωθέντα Κύριον εὐχέτης
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας Παντελεήμων