Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Όταν ο Κύριός μας, φίλοι αναγνώστες, είδε κοντά στο σταυρό τη Μητέρα Του και τον αγαπημένο Του μαθητή Ιωάννη, παρά την κρίσιμη στιγμή, που τη βιώνει σ’ όλη της την τραγικότητα, δείχνει την αγάπη και στοργή Του στη Μητέρα Του και αναθέτει την προστασία της στον έμπιστο και αγαπημένο μαθητή Του Ιωάννη. Αναθέτει στον παρθένο μαθητή την Παρθένο Μητέρα Του λέγοντας: «Γύναι ιδού ο Υιός Σου» και προς τον Ιωάννη απευθυνόμενος του λέγει, δείχνοντας την Παναγία μας: «Ιδού η Μήτηρ σου». Ο Κύριος δεν ονόμασε την Παναγία μας με τη γλυκύτατη λέξη «Μη τέρα», αλλά προσφώνησε τη Μητέρα Του «γύναι», για να μηνκάνει τον πόνο της πιο μεγάλο. Άλλωστε η λέξη «γύναι» εκείνη την εποχή ήταν τίτλος μεγάλης τιμής για τις γυναίκες.
Το ότι ήταν αναμφισβήτητη η αγάπη του Κυρίου προς τη μητέρα Του, αποδεικνύεται ακριβώς με την ανάθεση της φροντίδας της στον αγαπημένο μαθητή Του και μάλιστα σε μία ώρα κρίσιμη για τον ίδιο, που δεν θα έπρεπε να σκέπτεται κανέναν άλλον και για κανένα λόγο, παρά μόνο τον εαυτό Του και τη φρικτή δοκιμασία Του.
Και ο Ιωάννης δέχεται αυτή τη μεγάλη τιμή και παραλαμβάνει στο σπίτι του την Υπεραγία Θεοτόκο και την περιποιείται και τη φροντίζει σαν μητέρα του, μαζί με την κατά σάρκα μητέρα του, τη Σαλώμη.
Έτσι, δίδει ένα δυνατό δίδαγμα στον κάθε άνθρωπο. Συνιστά στον καθένα που έχει τη Μάνα του, να την φροντίζει, να την περιποιείται και να της εκφράζει με το λόγο του και με τη συμπεριφορά του την αγάπη του, το σεβασμό του και την ευγνωμοσύνη του στο ανεπανάληπτο πρόσωπο που μας έφερε στον κόσμο, μας έθρεψε με το αίμα της, μας ανέθρεψε με τη συμβουλή της και μας εξασφάλισε τα απαραίτητα για τη ζωή μας, τουλάχιστον μέχρι να μπορούμε να στεκόμαστε στα πόδια μας και να αυτοεξυπηρετούμαστε.
Από όλα τα δημιουργήματα που έχουν ζωή, ο άνθρωπος γεννιέται πιο αδύνατος. Όλα τα ζώα, αμέσως μετά την γέννησή τους στέκονται στα πόδια περπατούν, τρέχουν και ευρίσκουν με ευκολία την απαραίτητη τροφή τους. Ο άνθρωπος γεννιέ- ται πολύ αδύναμος και ανίκανος να αυτοεξυπηρετηθεί και να επιβιώσει μόνος του για πολλά χρόνια, γι’ αυτό και συνδέεται περισσότερο με τους γονείς του και γι’ αυτό η αγάπη του και η ευγνωμοσύνη του πρέπει να υπάρχει και να εκφράζεται χωρίς όρους και όρια.
Όμως, εκτός αυτών που από ένστικτο νιώθει ο άνθρωπος, με την παράδοση στον Ιωάννη της Παναγίας μας από τον Υιό και Θεό της και μάλιστα στην κρίσιμη στιγμή της επίγειας ζωής Του και του δράματος του Σταυρού, λαμβάνει η στοργική ενέρ γειά του άλλη διάσταση και απαγορεύεται πλέον ως χρέος του παιδιού να φροντίζει τη μητέρα του.
Ρώτησε κάποτε ο δάσκαλος και τα παιδιά στο σχολείο:
«Παιδιά μου ποια είναι η μεγαλύτερη ηρωίδα της ιστορίας;» και τα παιδιά, ανάλογα με τις γνώσεις τους έλεγαν διάφορα ονόματα γυναικών που είχαν παίξει ένα ρόλο, μεγάλη ή μικρό στην ιστορία. Μα ο δάσκαλος δεν φαινόταν ικανοποιημένος και απλώθηκε στην αίθουσα, για λίγο, σιωπή. Τη σιωπή αυτή προθυμοποιήθηκε να διακόψει η γεμάτη αυτοπεποίθηση, φωνή μιας μικρής μαθήτριας. «Κύριε, η μεγαλύτερη ηρωίδα στην ιστορία είναι η Μάννα». Άστραψε από χαρά το πρόσωπο του δασκάλου, ενώ ξέσπασαν σε χειροκροτήματα όλα τα παιδιά της τάξης. Μάλιστα, είπε ο δάσκαλος με σοβαρότητα, η μεγαλύτερη ηρωίδα της ιστορίας είναι η μάννα.
Είναι εκείνη που γεννάει με πόνο και κίνδυνο της ίδιας της ζωής της τη νέα ζωή. Είναι εκείνη που αναγεννά με την ανύστα- χτη φροντίδα της και τροφοδοτεί με το αγιασμένο παράδειγμά της το παιδί της. Είναι εκείνη που ακατάπαυστα πολεμάει με το θάνατο. Εκείνη εμφανίζει τη ζωή, εκείνος αφανίζει τη ζωή. Εκείνη σπαργανώνει, εκείνος σαβανώνει. Εκείνη ετοιμάζει κούνιες, εκείνος κατασκευάζει φέρετρα.
Είναι εκείνη που βλέπει το παιδί όχι μόνο δικό της που έμεινε στα σπλάχνα της 9 μήνες και το έθρεψε με το αίμα και το κράτησε στη ζωή από σύλληψή του με την αναπνοή της, αλλά και ως θείο δώρο, αφού εκείνη μόνο είναι σε θέση να μιλήσει για το Θεό και για το θαύμα της δημιουργίας. Είναι αυτή που αγαπάει με όλη την ψυχή της, το παιδί της και είναι έτοιμη να κάνει οποιαδήποτε θυσία γι’ αυτό. Είπαν ότι η ζωή της δεν είναι γεμάτη από μερικές θυσίες, αλλά ότι η ζωή της ολόκληρη είναι μία θυσία. Είναι εκείνη που αγαπάει με διάκριση και δεν αδικεί κανένα από τα παιδιά της, έστω και αν κάποια παιδιά για λόγους συμφέροντος και ιδιοτέλειας μπορεί να την κατηγορήσουν για το αντίθετο. ΑΝ τη ρωτήσεις πιο παιδί αγαπάει περισσότερο, θα σου απαντήσει: «όποιο δάκτυλο να μου κόψεις, το ίδιο αίμα θα βγάλω και τον ίδιο πόνο θα αισθανθώ».
Αν πάλι τη ρωτήσεις πιο παιδί από τα πολλά που έχει, αγαπάει πιο πολύ, θα σου απαντήσει χωρίς δυσκολία: «Το άρρωστό μου μέχρι να γίνει καλά ή το ξενιτεμένο μου, μέχρι να έλθει κοντά μου», αν έχει άρρωστο παιδί ή στην ξενιτειά. Είναι η αγάπη της χωρίς ιδιοτέλεια, αναντικατάστατη, πρωτόγνωρη και αποτελεσματική. Γεφυρώνει την απόσταση και στερεύει τη θάλασσα, για να φθάσει κοντά στο παιδί της, να το φιλήσει και στην αγκαλιά της να το κρατήσει. Μένει νηστική, για να χορτάσει το παιδί της. Πέφτει στη φωτιά, για να σώσει το σπλάχνο της. Όλες οι αγάπες των ανθρώπων είναι χρήσιμες και ευπρόσδεκτες, αλλά δεν μπορούν να συγκριθούν με τη μάννας.
Μία καλή μάνα αξίζει περισσότερο από 10 δασκάλες, γι’ αυτό και ο σοφός λαός μας με σοφό εκπρόσωπό του, διατύπωσε τη σκέψη ότι πίσω από κάθε μεγάλο προσωπικότητα κρύβεται μία μεγάλη μάνα. Ένας μεγάλος οικουμενικός Πατριάρχης που έχασε τη μάνα του, όταν ήταν 8 χρονών, έλεγε με δάκρυα: «Μου έλειψε, ποτέ δεν παρηγορήθηκα». Αυτή τη Μάνα, που γνωρίζει στη ζωή της να κάνει τη σωτήρια υπέρβαση, που πνίγει τον πόνο της, όταν πληγώνεται από τα παιδιά της, που δείχνει χωρίς κρατούμενα τη ψαρά της, που προσφέρει με πνεύμα ισόβιας θυσίας άλλοτε τον ιδρώτα της και άλλοτε τα δάκρυά της, που χάνει τον ύπνο της και θυσιάζει την ανάπαυση για το καθήκον και το χρέος της, που μεταδίδει μαζί με το γάλα και την πανάρετη καρδιά της, ύμνησαν οι ποιητές. Αυτή τη Μάνα σκιτσογράφησαν οι ζωγράφοι, γι’ αυτή έγρα- ψαν τα πιο όμορφα εγκώμια οι πεζογράφοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας διατύπωσαν τους πιο έγκυρους επαίνους, δοξάζοντας ταυτόχρονα το Θεό, που έδωσε όλα αυτά τα εφόδια για
μια επιτυχημένη αποστολή της και την ευλόγησε πολυμερώς και πολυτρόπως.