Επειδή η ιστορία δεν είναι απλώς καταγραφή γεγονότων ως αναμνηστικού τύπου έκθεση, αγαπητοί φίλοι, έχοντας κατά νου τα όσα διαπραγματευθήκαμε στην προηγούμενη συνάντησή μας, ας προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε μαζί τα σύγχρονα γεγονότα…
Ως θαυμαστής του νέο-οθωμανισμού και ασύστολα επίδοξος αναθεωρητής των διεθνών συνθηκών ο πρόεδρος της γείτονος χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μεταξύ πολλών άλλων, έχει δηλώσει: «…πριν από εκατό χρόνια δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στην Προύσα, τα Σκόπια, τη Βαγδάτη, τη Μοσούλη, τη Δαμασκό και τη Θεσσαλονίκη. Τα φυσικά μας σύνορα μπορεί να άλλαξαν αλλά τα πνευματικά μας σύνορα δεν άλλαξαν ποτέ».
Στο ίδιο λεκτικό ύφος και νοηματικό περιεχόμενο ευθυγραμμίζονται πάρα πολλές δηλώσεις αξιωματούχων της τουρκικής κυβέρνησης, τις οποίες αν επιχειρούσαμε να καταγράψουμε, δεν θα επαρκούσε ο διαθέσιμος χώρος φιλοξενίας που ευγενικά μας παραχωρείται…
Ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας είναι μακροπρόθεσμος και προφανέστατα διεκδικεί για τη χώρα της ρόλο περιφερειακής ιμπεριαλιστικής δύναμης. Σε πρώτη φάση λοιπόν επιδιώκει να περιχαρακώσει τα σύνορά της με «ουδέτερες ζώνες ασφαλείας». Εκεί αποσκοπούν: η επιδιωκόμενη «λύση της διζωνικής κοινότητας» στην Κύπρο, η ωμή στρατιωτική εισβολή για λόγους «εθνικής ασφάλειας από τρομοκράτες» στη Συρία και η στρατηγική των «ρευστών συνόρων» απέναντι στην Ελλάδα με την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Η τελευταία αυτή επιδίωξή της δεν είναι κάτι καινούριο. Θυμίζω, είχε προαναγγελθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με τις υπεροπτικές δηλώσεις του τότε Τούρκου πρωθυπουργού Χαλίλ Τουργκούτ Οζάλ: «Δεν χρειάζεται να προκαλέσουμε πόλεμο με την Ελλάδα, αφού οι πληθυσμιακές εξελίξεις των δύο λαών θα επιλύσουν το Κυπριακό και το Αιγαίο». Στην προώθηση του σχεδιασμού αυτού ακολούθησαν οι διατυπώσεις περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο τις τελευταίες δεκαετίες.
Για την πρόθεση επέκτασης της στρατηγικής των «ρευστών συνόρων» στον χώρο της Θράκης είχαμε μια καταφανή πρόγευση κατά την τελευταία επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον Δεκέμβριο του 2017 στην Κομοτηνή. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να ειδωθεί η εμφανέστατη πλέον «εργαλειοποίηση» των μεταναστών και η οργανωμένη, υποκινούμενη επιχείρηση παραβίασης των ελληνικών συνόρων στον Έβρο των τελευταίων ημερών.
Η δεδομένη φραγή των διεξόδων τους προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες θα επέφερε αναγκαστικά την παραμονή τους στον χώρο της βόρειας Ελλάδας. Την παγίωση αυτής της κατάστασης θα ακολουθούσαν οι γνωστές εφευρέσεις από πλευράς τουρκικής ηγεσίας: μειονοτήτων, δικαιωμάτων που «καταπατούνται» από τους «κακούς Έλληνες», όπου αυτόκλητα θα επεδίωκε στη συνέχεια να παρέμβει ως προστάτιδα δύναμη των «ασθενών και αδυνάτων ομοθρήσκων»…
Σεβόμαστε τον ανθρώπινο πόνο, λυπούμαστε για την εκμετάλλευση ταλαίπωρων ανθρωπίνων ψυχών, αλλά δεν μπορούμε να γίνουμε θύματα των νέο-οθωμανικών «ανατολίτικων τερτιπιών». Είναι ευτυχής συγκυρία για τη χώρα μας η σύμπνοια των πολιτικών κομμάτων στην απόφαση ότι «απέναντι στην απόπειρα μαζικής εισροής στη χώρα, οφείλουμε με βάση τις αξίες μας να διαφυλάξουμε την εθνική ασφάλεια».
Επιπλέον, ως πολίτες μιας ελεύθερα σκεπτόμενης και εκφραζόμενηςΠολιτείας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα στο «όνειρο και τη διεκδίκηση της ουτοπίας», όπως χαρακτηρίστηκε από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης η άποψη των «ανοιχτών συνόρων». Τα εκφραζόμενα επιχειρήματα όμως οφείλουμε και πρέπει να τα κρίνουμε ως ενεργοί πολίτες.
Ο παραλληλισμός λοιπόν της σύγχρονης υποκινούμενης «απόπειρας μαζικής εισροής στη χώρα» με το προσφυγικό κύμα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το λιγότερο ως ατυχής μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Πέραν του ότι οι προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη πρόσφυγες έτρεχαν τότε να σωθούν από τους Τούρκους και Βουλγάρους αντίστοιχα, που χωρίς έλεος τους κυνηγούσαν γιατί απλά ήταν Έλληνες, θύματα ενός αποτυχημένου πολέμου για τον οποίο η Ελλάδα είχε ευθύνες, υπάρχουν και καταφανή ποιοτικά χαρακτηριστικά. Παραθέτω, ως υπενθύμιση, κάποια αποσπάσματα του ανταποκριτή τότε της καναδικής εφημερίδας “Toronto Star” Έρνεστ Χεμινγουέι και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του:
«…Τριάντα δυο χιλιόμετρα κάρα που τα σέρνουν αγελάδες, ταύροι και λασπωμένοι νεροβούβαλοι, ενώ δίπλα τους, εξουθενωμένοι και ζαλισμένοι άντρες, γυναίκες και παιδιά με κουβέρτες πάνω από τα κεφάλια τους, περπατούν στα τυφλά κάτω από τη βροχή, δίπλα στα εγκόσμια αγαθά τους.
Το κύριο αυτό ρεύμα τροφοδοτείται από ολόκληρη την ενδοχώρα. Δεν ξέρουν που πάνε. Άφησαν τα κτήματά τους, τα χωριά τους και τα ώριμα, σκουρόχρωμα χωράφια τους για να προστεθούν στο κύριο ρεύμα των προσφύγων, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Τούρκος. Τώρα, το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να κρατούν τις θέσεις τους σ’ αυτή τη φρικαλέα φάλαγγα, ενώ το πιτσιλισμένο με λάσπες ελληνικό ιππικό τους οδηγεί, όπως οι γελαδάρηδες τα γελάδια. Είναι μια σιωπηλή φάλαγγα. Ούτε που γκρινιάζει κανένας. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να συνεχίζουν να κινούνται... Πώς θα τραφούν; Κανείς δεν ξέρει…»
«…Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για να την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά…»
«…Το χειρότερο ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία…»