Ο Μάρτιος του 2020 χτυπήθηκε από μια πρωτόγνωρη πανδημία που ανέστειλε όλες τις συναθροίσεις και εκδηλώσεις στην επικράτεια.
«Θύμα» και η αυριανή εθνική μας επέτειος της 25ης Μαρτίου που έρχεται φέτος χωρίς τις καθιερωμένες παρελάσεις και καταθέσεις στεφάνων.
Ο «Λαός» τιμά την ημέρα των παρελάσεων με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αφιερωμένο στην μπάντα του Β΄ Σ.Σ. όσο λειτουργούσε στη Βέροια, όπου υπήρξε για πολλά χρόνια η έδρα της.
Μουσική και στρατός… Ένας τρόπος εμψύχωσης και ψυχαγωγίας των μαχητών και των στρατιωτών, που έρχεται από την αρχαιότητα με τους Αργείους που συνόδευαν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις με σάλπιγγες, τους Σπαρτιάτες με αυλούς, τους Κρήτες με λύρα κ.ο.κ. Ειδικές σχολές για την εκπαίδευση των μουσικών ίδρυσαν οι Ρωμαίοι, ενώ οι βυζαντινοί διατηρούσαν στα στρατιωτικά τμήματα και εκκλησιαστικές χορωδίες και στη διάρκεια των εκστρατειών έψαλαν ύμνους, επινίκια και προσευχές για τη νίκη κατά των εχθρών.
Η λέξη μπάντα, είναι γοτθική, και ορίζει μια ομάδα μουσικών που ρύθμιζαν το βήμα των στρατιωτών κατά την πορεία και τους εμψύχωναν στην ώρα της μάχης.
Η λέξη, κυριάρχησε σε όλες τις γλώσσες και ως μπάντες χαρακτηρίζονται οι φιλαρμονικές και οι ορχήστρες χάλκινων και κρουστών. Η πρώτη στρατιωτική μπάντα στην Ελλάδα συστάθηκε το 1824 από τον Γάλλο συνταγματάρχη Κόρολο Φαβιέρο, με αρχιμουσικό τον Γερμανό Μιχαήλ Μάγγελ. Στις αρχές του Ελληνικού κράτους οι μουσικοί ήταν συνήθως Βαυαροί, αλλά αργότερα επανδρώθηκαν από Έλληνες μουσικούς που κατατάχθηκαν εθελοντικά, με εξετάσεις μουσικών γνώσεων και τριετή δοκιμαστική περίοδο μέχρι να κριθούν, ως μόνιμοι.
Η μπάντα του Β΄ Σ.Σ.
Η πρώτη εμφάνιση Στρατιωτικής Μουσικής (μπάντας) με έδρα τη Βέροια, έγινε στις αρχές του 1950 με την 9η Μεραρχία, μέχρι το 1957 που μετακινήθηκε στην Κοζάνη, για να επανέλθει στη Βέροια, το 1962, με το Β΄ Σ.Σ., το οποίο όμως διαλύθηκε το 2017 και μαζί μ’ αυτό και η στρατιωτική 35μελής περίπου μπάντα.
Στα πολλά χρόνια όμως που λειτουργούσε, σε κάθε εμφάνισή της, η «Μουσική» του Στρατού, με τον ρυθμό και την ακρίβειά της, ενθουσίαζε και ανέβαζε το ηθικό των πολιτών, άμα τη εμφανίσει, κυρίως στις παρελάσεις.
Ο ραβδούχος της μπάντας
Πέρα όμως από τους μουσικούς των πνευστών και των χάλκινων, καθώς και τον αρχιμουσικό, υπήρχε κι ένας μουσικός, που λεγόταν ραβδούχος και προπορευόταν της μπάντας, παίζοντας έναν σημαντικό ρόλο «διαμεσολαβητή» μεταξύ του αρχιμουσικού και των μουσικών. Και ποιος δεν θυμάται και ποιος δεν χειροκρότησε και ποιος δεν έζησε στιγμές αγωνίας και ενθουσιασμού κατά το πέταγμα, την κυκλική περιστροφή και την ασφαλή προσγείωση της ράβδου στα χέρια του ραβδούχου κ. Αναστάσιου Βασιλειάδη, που εντάχθηκε στην μπάντα το 1965.
Ο ραβδούχος είναι κάτι σαν ενδιάμεσος μαέστρος της μπάντας και η ράβδος είναι η μπαγκέτα του, διότι με τις κινήσεις της, μεταφέρει τις εντολές του αρχιμουσικού προς τους μουσικούς. «Ως γνωστόν, στην παρέλαση ο αρχιμουσικός δεν βλέπει τους μουσικούς της μπάντας, διότι προπορεύεται και τους έχει πλάτη. Έτσι, τις εντολές του, τις μεταφέρει στην μπάντα ο ραβδούχος» μας είπε μιλώντας στο «Λαό» ο κ. Βασιλειάδης. Χαρακτηριστικό του ραβδούχου, ήταν το ύψος του, που βοηθούσε πολύ στον ρόλο του. Όσο πιο ψηλά πήγαινε η ράβδος, τόσο πιο καλά γινόταν αντιληπτές στους μουσικούς οι κινήσεις-εντολές που μετέφερε.
Ένας επίσης σημαντικός λόγος για την ύπαρξη ραβδούχου, ήταν και ο δυνατός ήχος της μουσικής των οργάνων, που καθιστούσε αδύνατη την επικοινωνία και τη συνεννόηση του αρχιμουσικού με τους μουσικούς της μπάντας, διά φωνητικών εντολών.
«Η ράβδος, με ανάλογες συγκεκριμένες κινήσεις, έδινε τις εντολές π.χ. για έναρξη, παύση, γρήγορο ή πιο αργό ρυθμό, αλλαγή κατεύθυνσης, κίνηση αριστερά, δεξιά κ.ο.κ. Όλες αυτές οι εντολές μεταφερόταν στην μπάντα, με την αντίστοιχη κίνηση της ράβδου», προσθέτει ο κ. Βασιλειάδης.
Όμως, ο ραβδούχος, προσέφερε κι ένα ιδιαίτερο θέαμα, διανθίζοντας τον ρόλο του στην παρέλαση ανάλογα με τις δυνατότητές του, με φιγούρες της ράβδου, άλλοτε ριψοκίνδυνες κι άλλοτε περιορισμένης κίνησης, πάντα εντός του ρυθμού και των εντολών και χωρίς να χάνει την αυτοσυγκέντρωσή του.
Ο κ. Βασιλειάδης, ήταν από τους έμπειρους ραβδούχους και έδινε την πρώτη εντύπωση στην εμφάνιση της στρατιωτικής μπάντας του Β΄ Σ.Σ. Γνώστης του ρόλου του, άφησε ανεξίτηλες μνήμες σε μικρούς και μεγάλους θεατές της βεροιώτικης παρέλασης, χαρίζοντας στιγμές αγωνίας αλλά και ενθουσιασμού, από τις «ακροβατικές» κινήσεις του με την ράβδο, στην οποία είχε απόλυτο έλεγχο.
«Τότε, ένιωθα την υποχρέωση απέναντι στο Σώμα, στους μουσικούς και στον Στρατό γενικότερα, να είμαι ένας ολοκληρωμένος χειριστής-εκτελεστής, που εκπέμπει στον κόσμο τον ενθουσιασμό και μεταδίδει συναισθήματα που απορρέουν από την μουσική της μπάντας και από το παράστημα και το ακμαίο ηθικό, στην παρέλαση των στρατιωτικών τμημάτων», λέει ο κ. Βασιλειάδης.
Στην ερώτηση που ο καθένας θα ήθελε να του θέσει τότε, εάν δηλαδή υπήρχε το ενδεχόμενο να πέσει η ράβδος, απαντάει: «Κοιτάξτε, είναι σαν να ρωτάτε έναν ακροβάτη εάν έπεσε από το σχοινί, ή έναν ποδηλάτη αν έπεσε από το ποδήλατο. Όχι, δεν μου έτυχε κάτι τέτοιο σε παρέλαση, όμως ενδεχομένως να υπήρχε κάποιο… ατύχημα. Δεν σημαίνει τίποτα αυτό…».
Ο Αν. Βασιλειάδης, είναι πτυχιούχος ανωτέρων θεωρητικών του Κρατικού Ωδείου Θεσ/νίκης στην Αρμονία, την Ενοργάνωση πνευστών οργάνων και διεύθυνσης Μπάντας, έκτακτο μέλος της Κ.Ο.Θ. επί δύο χρόνια ως τουμπίτσας, ενώ μετά την αποστρατεία του (τη αιτήσει του) με τον βαθμό του λοχαγού, δραστηριοποιήθηκε ως μουσικοδιδάσκαλος, για πολλά χρόνια, στις Φιλαρμονικές των Δήμων Ειρηνούπολης, Μελίκης, Σκύδρας και Κρύας Βρύσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μπάντα του Β΄ Σ.Σ. είχε, εκτός από τις παρελάσεις, και πολιτιστική δράση με συναυλίες και συμμετοχή σε επετειακές γιορτές αλλά και εκδηλώσεις του Σώματος που γίνονταν στη Λέσχη Αξιωματικών ή στη «Στέγη» ή στο «ΣΤΑΡ», ενώ μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων, συμμετείχε και στις εορταστικές εκδηλώσεις των Ενόπλων Δυνάμεων (Πολεμική Αρετή), με στρατιωτικές επιδείξεις, που γίνονταν στο γήπεδο της Βέροιας στις αρχές της δεκαετίας του 1970 (φωτο).
Σοφία Γκαγκούση