Της Δέσποινας Παπαγιαννούλη* -- Από την παράσταση «Οι
ανθισμένες ροδακινιές: Johatsu»
Johatsu
Αυτές τις πρώτες μέρες της Άνοιξης και της ανθοφορίας που
στολίζουν τη γη με εικόνες μοναδικής ομορφιάς, έκανα την επιλογή να είμαι
θεατής σε μια εξαιρετική παράσταση που τιμά την πόλη μας και που την ανεβάζει
το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Η επιλογή οφείλεται στον
τίτλο και στην προσέγγισή του μέσα από
τις λέξεις που περιέχει, όπως και στη σχέση που θέτει ανάμεσά τους. Βλέπετε ο
λόγος και οι λέξεις παραμένουν πάντα σηματωροί και κήρυκες στη ζωή μας
σκιαγραφώντας καθαρά, σαν προοικονομία, την ιδέα της παράστασης.
Η προσέγγιση σε ένα
γνωστό, déjà vu θέμα όπως οι ανθισμένες ροδακινιές,
που έχουν να κάνουν με εικόνες και συγκινήσεις από την παιδική μας ακόμη ηλικία,
θα μπορούσε να είναι ένα ευχάριστο αλλά εύπεπτο αφιέρωμα ή ακόμη και ένα ανάλαφρο
θέαμα όπως τόσα και τόσα που γίνονται, και καλώς γίνονται, στο Χώρο Τεχνών.
Εδώ όμως πρόκειται για Θέατρο, για Τέχνη που βασίζεται στην Επιστήμη του Ανθρώπου.
Έτσι το θέμα παίρνει μια μοναδική αξία και γίνεται Σύγχρονη Τέχνη, παιδευτική, επώδυνη
αλλά και σωτήρια για το θεατή. Εξάλλου, η ανθρωπότητα απ’ αυτό έχει ανάγκη. Όλα
τα άλλα είναι απλά αναλώσιμα.
Η λέξη Johatsu φαίνεται να κάνει τη διαφορά εκφράζοντας τον πρωτότυπο
τρόπο προσέγγισης ενός τόσο γνωστού θέματος μέσα από την οπτική του σκηνοθέτη Χάρη
Πεχλιβανίδη.
Ο τίτλος της
παράστασης, λοιπόν, μας δηλώνει ότι οι
ανθισμένες ροδακινιές έχουν την ίδια
σημασία με την ξένη λέξη johatsu. Έτσι, θέτει άμεσα στον ενδιαφερόμενο θεατή το
ερώτημα, τι σημαίνει αυτή η λέξη. Μαθαίνουμε ψάχνοντας ότι στην Ιαπωνία Johatsu θα πει o άνθρωπος που εξατμίζεται, που εξαφανίζεται γιατί έχασε τη
δουλειά του ή δεν άντεξε το εξαντλητικό ωράριο, γιατί χώρισε και γενικά δε
μπόρεσε να διαχειριστεί την αποτυχία σε μια κοινωνία όπως η ιαπωνική που έχει
μηδενική ανοχή σ’αυτά.
Χιλιάδες άνθρωποι επειδή
ντρέπονται για την αποτυχία και την αλήθεια τους και μην αντέχοντας την κοινωνική
κατακραυγή αυτοκτονούν ή αλλάζουν όνομα και φεύγουν μακριά από τον τόπο τους
και τους δικούς τους, για πάντα.
Με λίγα λόγια, οι ανθισμένες
ροδακινιές που συμβολίζουν ένα κομμάτι επί της γης από τον κήπο της ομορφιάς των
επιθυμιών και της ευτυχίας μας, όπως ο
κήπος του Επίκουρου, έχει φτάσει να σημαίνει στις μέρες μας κάτι παραπάνω από
τη δυστυχία μας. Σημαίνει την εξαφάνιση της ίδιας της ζωής μας.
Ένας τίτλος καταγγελτικός ή καλύτερα, ανατρεπτικός
διαγράφεται μπροστά μας και μια παράσταση
που υποδηλώνει μια νέα οπτική για τα πράγματα, που σύμφωνα με τον κώδικα του Θεάτρου
Έρευνας καλείται να μας αφυπνίσει, δυναμικά.
Το σκηνικό της
παράστασης
Με τις παραπάνω σκέψεις στο νου μπαίνουμε στο χώρο της
παράστασης όπου ο τίτλος παίρνει σάρκα και οστά ξεκινώντας μέσα από μια
καινούρια οπτική του τεράστιου «Χώρου Τεχνών» που μεταμορφώθηκε σε ένα ζεστό
θετράκι. Ένα θεατρικό εργαστήρι καλλιέργειας ψυχών αλά Γκροτόβσκι, όπου οι θεατές μπορούν να αισθάνονται ο ένας
την ανάσα του άλλου δίπλα, πίσω κι εμπρός τους.
Η αυλαία ανοίγει και διαπιστώνουμε συνεχείς ανατροπές όπως το
ότι είμαστε εμείς πάνω στη σκηνή και οι ηθοποιοί στη σάλα ανάμεσα στα καθίσματα,
ένα επίπεδο πιο κάτω, παίζοντας το ρόλο του θεατή. Στη συνέχεια ανακαλύπτουμε
ότι το θεατρικό τοπίο περιλαμβάνει ένα δεύτερο επίπεδο, ακριβώς μπροστά μας. Έτσι η πρώτη βασική συνθήκη του
χώρου για ένα πρωτοποριακό θέατρο όπως το Θέατρο Έρευνας έχει, ήδη, στηθεί.
Πάνω σ’αυτό το δεύτερο επίπεδο που το στεφανώνουν τεράστια
κλαδιά ροδακινιάς που ανεβοκατεβαίνουν και φωτίζονται φορτωμένα με ώριμους και
χυμώδεις καρπούς, το τοπίο δημιουργεί εσωτερικές αντιθέσεις στο θεατή παραπέμποντας
σε στιγμές απόλαυσης και ευδαιμονίας αλλά και ιλαρώδους αποχαύνωσης.
Μια καθαρή πρόταση
Σύγχρονου Θεάτρου
Κάτω από τα κλαδιά της ροδακινιάς θα παιχτούν δράματα ανθρώπων
αυτής της πόλης που δε διαφέρουν από εκείνα της κάθε πόλης. Δράματα που ξεκινάνε με όνειρα και καταλήγουν
σε ζωές δυστυχισμένες. Δράματα που ταξιδεύουν από τη μικρή μας Βέροια για να
συναντήσουν άλλα μικρά δράματα που ξετυλίγονται μέχρι και κάτω από τις
ανθισμένες κερασιές της χώρας του «ανατέλλοντος ηλίου», της Ιαπωνίας.
Με όχημα αυτό το
μικρόκοσμο των μικρών δραμάτων που παίζονται μπροστά μας, ο σκηνοθέτης μας αποκαλύπτει
σταδιακά ένα πανανθρώπινο τοπίο, εκείνο που ανήκει στον
μακρόσμο της χαμένης ευτυχίας μας
που δεν είναι παρά το πίσω και κάτω κομμάτι
του σκηνικού, εκείνο με τις ανθισμένες ροδακινιές που φαίνονται στο βάθος.
Καθώς προχωράει ο χρόνος, διαπιστώνουμε ότι το Σύγχρονο Θέατρο είναι εδώ με σημαντικά
δομικά στοιχεία τόσο του Μεταδραματικού Θεάτρου όσο και της Ποιητικής του
Σύγχρονου Δράματος. Στοιχεία που ενσωματώνονται εξαιρετικά στην παράσταση, επιλεγμένα
προσεκτικά, ώστε να εκτεθούν μαζικά στο θεατή φέρνοντάς τον σε αμηχανία, αρχικά, και αφυπνίζοντάς τον
στη συνέχεια.
Η φόρμα της παράστασης ανοίγει σε μια τεράστια πανανθρώπινη
αγκαλιά που διαπραγματεύεται την αληθινή ευτυχία. Χωρίς συγκεκριμένο σχήμα ξετυλίγεται
χαοτικά μπροστά μας. Μια φόρμα αντιθέσεων που τη σκιαγραφούν, πάνω στη σκηνή, σώματα σε στιγμές ευφορίας και ομορφιάς αλλά και σε στιγμές υστερίας και ασχήμιας υπογραμμίζοντας τις
αδυναμίες τους. Τέλεια και ατελή σώματα που σωματοποιούν τις πληγές της ψυχής
τους.
Ένα γυναικείο σώμα που πάσχει, είναι εκείνο της δημοσιογράφου
που δεν αντέχει να σηκώνει το βάρος μιας άρρωστης κοινωνίας και δημοσιογραφίας
αλλά και ένα άρρωστο ανδρικό σώμα πάνω σε αναπηρική πολυθρόνα που θυμίζει τη
μπεκετική περσόνα του Χαμ στο έργο «Το τέλος του παιχνιδιού».
Δύο πρόσωπα που κινούν τα νήματα του έργου με συνεντεύξεις,
αφηγήσεις, ακόμα και προσωπικές εκμυστηρεύσεις.
Ο μύθος ξετυλίγεται αποσπασματικά μέσα από όμορφες μνήμες της
πόλης. Στιγμές απελευθέρωσης μέσα από χορούς
σε εποχές ανθιστηρίων, μέσα από συλλογές στιγμών ευτυχίας, μέσα από όνειρα και
ρομαντικές αναμνήσεις που αίφνης σωριάζονται μπροστά στην ανελέητη φαγάνα της
αντιπαροχής, της θεοποίησης του χρήματος, του νεοπλουτισμού, της τοκογλυφίας, της
καλά κρυμμένης πορνείας, του απροκάλυπτου βολέματος, των τυχερών παιχνιδιών στα φρουτάκια, της καταπιεμένης
ομοφυλοφιλίας. Χαμένες, προδομένες ζωές, μπροστά στην ανεργία που έρχεται, στα χρέη, στις
παταγώδεις αποτυχίες.
Τόσο η γλώσσα όσο και το σώμα βρίσκονται σε κρίση που την τονίζουν
επαναλήψεις, σιωπές και άναρχοι διάλογοι. Ο θεατής χαμένος μέσα στο έργο καλείται
να μπει σε ένα ανελέητο θεατρικό παιχνίδι, να σκεφτεί και να βάλει σε τάξη το φαινομενικό
χάος που απλώνεται μπροστά του. Γίνεται δημιουργός και κοινωνός, ταυτόχρονα, μιας
νέας οπτικής του κόσμου.
Είμαστε μπροστά σε ένα κρεσέντο από διαλόγους που περισσότερο
απομονώνουν τον ομιλούντα παρά επικοινωνούν. Τα πρόσωπα βρίσκονται σε κρίση σοκάροντας τους
θεατές μέσα από σφοδρές, λεκτικές
συγκρούσεις και ανελέητες επιθέσεις. Επιθέσεις ενάντια στον εαυτό τους
με τον ίδιο καρπό της ευτυχίας, το ροδάκινο. Αποκαλύπτονται, έτσι, ρωγμές
αλήθειας μέσα από καλά κρυμμένες εικόνες
και λέξεις του υποσυνείδητου που έρχονται στην επιφάνεια. Είναι η ώρα της
αλήθειας του εαυτού μας, η έκρηξή μας απέναντι σε ένα αρρωστημένο σύστημα που
βιώνουμε. Η ώρα του «ενώπιος ενωπίω».
Ο επίλογος της
παράστασης
Οι παραπάνω σοκαριστικές σκηνές και λέξεις ανατρέπονται και
μετατρέπονται, στο τέλος της παράστασης, σε σκηνές εξιλέωσης, συν+χώρεσης και
αποδοχής, που μοιάζουν να είναι ανάμεσα στην αλήθεια και τη φαντασία. Σκηνές όπου συμμετέχουν όλα τα πρόσωπα του
έργου αλλά και πρόσωπα της θεατρικής κοινότητας του ΔΗΠΕΘΕ της πόλης.
Θεατρικά τοπία που κλείνουν την παράσταση, δημιουργώντας μια τρυφερή και βαθιά ανθρώπινη εικόνα. Μια πρόταση του σκηνοθέτη που επαγγέλεται την
ευτυχία της κοινότητας των ανθρώπων μέσα από την κοινότητα του θεάτρου και συνθέτει
τον ποιητικό επίλογο της παράστασης.
Ο σκηνοθέτης, Χάρης
Πεχλιβανίδης, κεντάει ασταμάτητα μπροστά μας, πάνω στον καμβά ενός κειμένου με
πυκνά νοήματα μιας σύγχρονης δραματουργού, της Κορίνας Βασιλειάδου.
Οι νέοι ηθοποιοί εμφανίζονται αρκετά δουλεμένοι ώστε να πείθουν σε μία παράσταση πολύ αυξημένων, κατά
κοινή ομολογία, απαιτήσεων.
Η μουσική των Underwater Chess υπογραμμίζει ασταμάτητα την
ομοιομορφία του κόσμου, δίνοντας έμφαση στην αδιάκοπη επανάληψη των ίδιων
δραμάτων και στην υποτροπή των ανθρώπων στην ίδια δυστυχία ξανά και ξανά.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου μας συμπαρασύρουν από το
φως στο σκοτάδι και τούμπαλι, δημιουργώντας αδιάκοπα περάσματα αντιθέσεων και δηλώνοντας
την παρουσία του χρόνου που κυλάει ανελέητα, αφήνοντας στο θεατή μια επίγευση
πικρίας, μια και ο σύγχρονος άνθρωπος δεν τον ζει πραγματικά.
Ωστόσο,
εκείνο που καθηλώνει είναι η σκηνογραφική άποψη του Τάσου Πρωτοψάλτου.
Σκηνογράφος και ενδυματολόγος της παράστασης, επίκουρος καθηγητής στο
πανεπιστήμιο της Φλώρινας, δημιούργησε έναν ανατρεπτικά υπέροχο θεατρικό χώρο.
Μια εξαιρετική, πολυεπίπεδη σύνθεση που
συνάδει απόλυτα με την οπτική της
παράστασης και που μαζί με τα καλόγουστα και καλά μελετημένα κοστούμια ταξιδεύουν
το θεατή σε ένα μαγευτικό, εικαστικό ταξίδι.
Μέσα από την ανατομία της
ανθρώπινης ψυχής με όλες τις αντιφάσεις
και τις αμφιθυμίες της, με όλη την αλήθεια της, η παράσταση ― γροθιά στο
στομάχι, διεκδικεί να ανακαλύψουμε και
να αποκαλύψουμε τον αληθινό μας εαυτό. Αυτόν που κρύβουμε υποκριτικά, υπαναχωρώντας στη
ντροπή που μας επιβάλλει μια άρρωστη και βαθιά συντηρητική κοινωνία. Έτσι, πετάμε
για πάντα τις ζωές μας, χάνουμε τον τόπο της ευτυχίας μας, αυτόν με τις
ανθισμένες ροδακινιές που μένουν να ανθίζουνε ματαίως.
Τέλος, όλα στην παράσταση συγκλίνουν σε ένα κυρίαρχο και
πανανθρώπινο ερώτημα που σταθερά
αναδύεται και δείχνει το αδιέξοδο του Σύγχρονου Ανθρώπου. Ένα ερώτημα που το θέτει ολοκάθαρα το πρόσωπο του έργου
που ενσαρκώνει την εικόνα του σημερινού ανάπηρου Ανθρώπου και που είναι: «όταν ντρέπομαι γι αυτό που είμαι, τότε τι
κάνω;»
͋*Δέσποινα Παπαγιαννούλη, Καθηγήτρια
Γαλλικής Γλώσσας,
υπ. Διδάκτορας Σύγχρονου Θεάτρου.