Αποκριά του ‘45 (πρώτη μετά την απελευθέρωση της Βέροιας από τη γερμανική κατοχή) κι ο Δημήτρης (Μήτσος για τους φίλους) Δροσινός ακούει στην εξώπορτα του σπιτιού του ένα νταούλι να χτυπά κοφτά, επίμονα… προκλητικά… Αμέσως μετά δυο ζουρνάδες με τον οξύ διαπεραστικό τους ήχο σχίζουν την ηρεμία της γειτονιάς και σκύβοντας από το παράθυρο βλέπει τη χαμογελαστή μορφή του μικρότερου αδερφού του Λευτέρη, με το χέρι ανασηκωμένο να του γνέφει: “έλα”!!! Κατεβαίνει ο Μήτσος για να συναντήσει τον Λευτέρη και καθώς ανοίγει την εξώπορτα, ανοίγει ουσιαστικά και το νέο κεφάλαιο της Βεργιώτικης αποκριάς…
Υψηλόσωμοι, με αρχοντικό παράστημα και πλούσια μουστάκια κι οι δυο, καλοντυμένοι, ζωσμένοι με κόκκινα ζωνάρια, φορώντας ολόμαυρα γυαλιστερά καλπάκια στο κεφάλι, κρατώντας λεπτοκαμωμένες γκλίτσες στο δεξί και κεχριμπαρένια κομπολόγια στο αριστερό, με βήμα αργό αλλά στέρεο διέσχιζαν ολημερίς τους δρόμους της πόλης, ακολουθούμενοι κατά πόδας από τα μισθωμένα “όργανα”. Κάθε καφενείο, κάθε σταυροδρόμι γινόταν χοροστάσι, όπου φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι ακόμη έστρωναν μαζί τους γλέντι τρικούβερτο (ο απόλυτος ορισμός της πατινάδας). Σκορπούσαν χαρά και ζωντάνια, συμπαρασύροντας μεγάλους, μικρούς, ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης σε αυθεντικό λαϊκό πανηγύρι!!!
Χρόνο με το χρόνο, καθώς μάλιστα έκλεινε η πληγή του εμφύλιου σπαραγμού, η πόλη στοιχήθηκε πίσω από το αρχοντικό περπάτημα των αδελφών Δροσινών, όμως… αφήνοντας πίσω το τοπικό ιδιόχρωμα της λαϊκής παράδοσής της... Κυριάρχησε η ανάγκη να ξαλαφρώσει για λίγο από τον αμείλικτο φόρτο της καθημερινής ζωής, η επιθυμία να ζήσει κάποιες στιγμές ανέμελες, χωρίς περίσκεψη και λογισμό !!!
«Σκοτείνιαζε στη Βέροια… Οι δρόμοι με τα φώτα τους χρωματίζανε τα ανοίγματα του ουρανού κόκκινα. Ο «Αβέρωφ» ένα στενό μαγαζάκι, στη συμβολή τριών δρόμων, άφηνε το φουγάρο του, να σηκώνει καπνό, κι η μυρωδιά από καβουρδισμένα φιστίκια κι αμύγδαλα, καμένη ζάχαρη, με αέριο ασετιλίνης σκάλωνε δριμύ στη μύτη.
Πλημμύρα κόσμου στον ολόφωτο πλατύ δρόμο, μέχρι εκεί που ακουμπούσε στο πάρκο της Εληάς και τον χώριζε στα δύο, νόμιζες ότι μια αναποδογυρισμένη κλεψύδρα είχε στηθεί ανάμεσά του, από την οποία έπρεπε εμείς όλοι να γλιστρήσουμε βαδίζοντας, ξεπερνώντας την ισορροπία της τρέλας από φωνές, σφυρίγματα, καραμούζες, σακουλάκια χαρτοπόλεμου, κομφετί… Από το στενό δρομάκι μιας παρόδου, μια παρέα κοζάκων με γιαταγάνια ορμώντας, κάνανε την εμφάνισή τους και από πίσω τους αμέσως μετά, χάλκινα πνευστά με δυνατό νταούλι, είχανε για κεφαλάρια τον Λευτέρη και Δημήτρη Δροσινό, αδελφούς.
Λευτέρης Δροσινός και Γιώργος Σερεμέτας (μπαρμπα-Τζιώτζιος), δυο θρυλικές μορφές της
αποκριάς στη Βέροια (Αρχείο: Φανής Κελεμουρίδου)
(…) Ένας κλόουν, μοναχός, γυαλιστερός με βιολετί αστείο φόρεμα, χοροπηδούσε στη μέση του δρόμου, μ’ ένα μονόχορδο, υποτίθεται βιολί και από πίσω του, γέλια βίαια ξεχύνονταν σαν κουβάδες νερό, με τον παππού Σερεμέτα, ντυμένο αρκουδάρο, να κουνά απειλητικά την μαγκούρα του, σε παρέες μικρών παιδιών ή όμορφων δεσποινίδων, με τις χρωματιστές φούστες τους, και συρματωμένα μεσοφόρια, που ανάδευαν, στο αεράκι τις πτυχές τους και μια αρωματισμένη ζεστασιά άπλωνε το κύμα της.
Βέροια δεκαετία ’50, στα “Ηλύσια” χορεύοντας “
Πώς το τρίβουν το πιπέρι” (Αρχείο: Δημήτρη Κουκούδη)
(…) Μαγαζιά ολοφώτιστα, πλουμισμένα με πολύχρωμα μπαλόνια, δίμετρες πλεγμένες φυσαρμόνικα σερπαντίνες, ψεύτικα ασημένια γοβάκια κρεμαστά, μάσκες Ζορό, σκουφιά έγχρωμα χάρτινα, ροκάνες. Κι ο γιορτινός διάκοσμος καλούσε τον κόσμο να μπει στις αίθουσες και να περάσει τη βραδιά του γλεντώντας ως το πρωί. (Δημήτριος Κλήμης)
«Τα γλέντια άρχιζαν με τα μπουλούκια ντυμένα καρναβαλίστικα να ανεβοκατεβαίνουν από το Ρολόι στην Εληά, με συνοδούς τους γκαϊντατζήδες, ή τους ζουρνάδες, ή τα χάλκινα, ή και τίποτα. Τα κομφετί και οι σερπαντίνες έδιναν και έπαιρναν. Τα φλερτάκια ήταν στο φόρτε τους. Τα κέντρα γεμάτα γλεντζέδες, η Εληά, τα Ηλύσια, το Πασιά Κιοσκί, η Χαβάη, η Αρζεντίνα και ποιος ξεχνάει το Αλτ, τον Πράσινο Κήπο, τον Παράδεισο…». (Γιάννης Ντισέλιας).
Μέσα στην παραζάλη του γλεντιού υψώνονταν συχνά πυκνά κάποιες φωνές, που ζητούσαν τη συγκρότηση ενός κεντρικού συντονιστικού οργάνου των αποκριάτικων εκδηλώσεων, το οποίο θα επανέφερε στο προσκήνιο τα παραγκωνισμένα πατροπαράδοτα δρώμενα:
«…Και ερωτώμεν, δεν είναι δυνατόν, να εξευρεθή τρόπος για την παρουσίασιν οίας αναλόγου κινήσεως και εις την πόλιν μας; Βεβαίως δεν χρειάζονται και πολλά πράγματα, αλλά απλώς εκδηλώσεις διά “τοπικήν χρήσιν” διά τους κατοίκους της πόλεως, ώστε να μην εμποδισθή η πατροπαράδοτος κίνησις εις την Νάουσαν. (…) Έτσι η δημιουργία εκδηλώσεων επαφίεται εις τους διαφόρους ομίλους των νέων και εις τα σωματεία... » (Φρουρός Ημαθίας Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 1961)
Σ΄ αυτό το συγκείμενο και ο Αναστάσιος Χριστοδούλου μας άφησε τα πολύτιμα πληροφοριακά κείμενά του για τα προπολεμικά τοπικά αποκριάτικα δρώμενα, αλλά και τον παροιμιώδη σχολιασμό: « “Ατ βαρ, Μεϊδάν γιοκ” έλεγε κάποιος που είχε καλό άτι, δεν είχεν όμως έκτασιν δια να το επιδείξη. Σε μας συμβαίνει το αντίθετον: “Μεϊδάν βαρ ατ γιοκ”…».
Δυστυχώς, όχι μόνο δεν εισακούσθηκαν, αλλά ένα στυγερό έγκλημα κατά της εβραϊκής οικογένειας Αζαριά το 1961, το οποίο συσχετίστηκε με τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, έβαλε οριστικά τέλος στο κεφάλαιο: “κυνήγι της ουτοπίας της ξέγνοιαστης ζωής”!!!
Μόνο οι δύο αδελφοί Δροσινοί εξακολούθησαν επίμονα να περιδιαβαίνουν αρχοντικά τους δρόμους της πόλης, κάθε χρόνο τις μέρες της αποκριάς, θυμίζοντας σε όλους τη λάμψη του ξεχασμένου λαϊκού πολιτισμού της:
« (…) Στρίβω λίγο δεξιά εκεί που ήταν τα δυο τεράστια Πλατάνια… Πήγα απέναντι εκεί που ήταν το σπίτι του Ζαρούκα και ο τσαγκάρης Παπαθανάσης, ακούμπησα στον τοίχο και χάζευα το υπέροχο θέαμα.
Ο νταουλντζής με το δεξί χέρι και το χοντρό ξύλο βαρούσε το νταούλι δυνατά, σαν να ήθελε να δείξει ότι αυτοί είναι εκείνη την ώρα οι άρχοντες στην περιοχή και με το αριστερό κομπανιάριζε με ακρίβεια για να μη ξεφύγει ο ρυθμός. Ο ένας ζουρναντζής κρατούσε τον ίσο κοιτώντας πάντα κατάματα τον πρώτο ζουρναντζή, για να μη του φύγει η όμορφη χροιά που έδινε στον ζουρνά η κάθε αλλαγή του πρώτου. Ο πρώτος ζουρναντζής πότε σήκωνε τον ζουρνά προς τα πάνω καμαρώνοντας σαν πετεινός που λαλεί περήφανος γιατί είναι ο ένας και πότε έσκυβε στη γη για να υποκλιθεί στους θεατές του. Τα τραγούδια τους, η πατινάδα, κατέβα Λέγκου κι άνοιξε την πόρτα την καρένια, μουσταμπέικο και άλλα γλύκαιναν την ατμόσφαιρα.
Οι δύο αδελφοί Δροσινού, ο Λευτέρης και ο Μήτσος, όρθιοι χόρευαν αντικριστά, σαν δύο Γίγαντες, πότε σηκώνοντας τα χέρια και κοιτάζοντας προς τον Ουρανό, σαν να’ θελαν να φχαριστήσουν τον Θεό που τους έχει γερούς, πότε τα χέρια σε έκταση μοιάζοντας σαν δύο πελώριοι Σταυροί λες και περίμεναν κάποιον να τον αγκαλιάσουν, πότε κτυπώντας τα πόδια τους δυνατά λες και θέλουν να στείλουν μήνυμα στον Άδη, ότι είναι άτρωτοι και πότε σκυμμένοι κτυπούσαν τα χέρια στη γη για να στείλουν τα δέοντα σ’ αυτούς που φύγαν νωρίς...» (Γιάννης Ντισέλιας).
Μόλις στις αρχές της δεκαετίας ’90 έγινε η μοναδική προσπάθεια διοργάνωσης καρναβαλικών εκδηλώσεων (διευκρινίζω: όχι αποκριάτικων παραδοσιακών δρώμενων) υπό την αιγίδα ενός φορέα του Δήμου (την τότε ΔΕΤΟΠΟΚΑ), ακολουθώντας ουσιαστικά τη “συνταγή” του καρναβαλιού της Πάτρας. Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό και την ανταπόκριση του κόσμου, διήρκεσε μόνο λίγα χρόνια, καθώς ο Δήμος απρόσμενα διέκοψε τις εκδηλώσεις…