Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Η αντιμετώπιση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού, φίλοι αναγνώστες, είναι δύσκολη. Ο κώδικας σιωπής που διέπει την ελληνική κοινωνία, είναι καταλυτικός παράγοντας δυσκολίας. Μπροστά σ’ ένα κοινό συμφέρον μία ιδιότυπη σύμπνοια, μία περίεργη αλληλεγγύη οικοδομείται και μία ολόκληρη κοινότητα δίνει όρκο αέναης σιωπής. Το πρόβλημα, επομένως, της σχολικής βίας μπορεί να είναι άλλοτε πραγματικά αθέατο, για τους εκπαιδευτικούς και άλλοτε να αποσιωπάται τόσο από τους μαθητές, όσο και από τους διδάσκοντες.
Οι γονείς μαζί με τους εκπαιδευτικούς έχουν πρωταρχικό ρόλο στην προσπάθεια για την περιστολή του. Απαραίτητη οπωσδήποτε και η ενεργητική παρουσία της Πολιτείας. Απαιτείται ουσιαστική συνεργασία με στόχο την πρόληψη, την αντιμετώπιση και την άμβλυνση των επιπτώσεων της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, την αποκατάσταση των σχέσεων, την εγκαθίδρυση κλίματος αρμονικής συνύπαρξης.
Οι γονείς των παιδιών που υφίστανται σχολικό εκφοβισμό, επιβάλλεται να συμπαρασταθούν ουσιαστικά, αποφεύγοντας, βέβαια, εκδικητικές ενέργειες. Να μην αδιαφορήσουν, αν παρατηρήσουν αιφνίδια αλλαγή στη συμπεριφορά τους, στη διατροφή τους, στον ύπνο τους, στην προσωπική τους υγιεινή, αποφυγή να πάνε στο σχολείο ή να ασχοληθούν με δραστηριότητες που πριν τα ευχαριστούσαν. Επίσης, να προβληματιστούν, όταν παραπονιούνται συχνά για σωματικά ενοχλήματα, πέφτουν οι σχολικές τους επιδόσεις και δείχνουν συνεχώς φοβισμένα. Χωρίς δισταγμό να απευθυνθούν στο Σύλλογο των διδασκόντων ή να ζητήσουν τη βοήθεια εξωσχολικών φορέων, που έχουν ως αποστολή την προστασία του παιδιού.
Οι γονείς των παιδιών που ασκούν σχολικό εκφοβισμό, είναι επιτακτική ανάγκη να αναγνωρίσουν και να αποδεχθούν το πρόβλημα πρώτα. Να βοηθήσουν έπειτα και αυτοί τα παιδιά τους να αντιμετωπίσουν τα προσωπικά τους ιδεολογικά και ψυχολογικά αδιέξοδα, συνεργαζόμενοι και με το εκπαιδευτικό προσωπικό και με ειδικούς παιδοψυχολόγους. Διαφορετικά, η αποδοχή ή η ανοχή, που πολλές φορές αποτυπώνεται και στη φράση: «Έλα μωρέ, παιδιά είναι», τους καθιστά ηθικούς αυτουργούς.
Ασφαλώς, όλοι οι γονείς χρειάζεται να αγωνιστούν, για να μεταγγίσουν στα παιδιά τους το σεβασμό στη διαφορετικότητα και να παροτρύνουν να υπερασπίζονται συνομηλίκους τους-θαύματα και να καταγγέλλουν περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού. Κρίσιμος εδώ ο ρόλος του παραδείγματος. Έτσι, διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο, βοηθάνε και αυτά σημαντικά στην πρόληψη ή ουσιαστική αντιμετώπιση συγκεκριμένων φαινομένων.
Αλλά και η Πολιτεία δεν πρέπει να είναι απούσα. Οφείλει, εκτός από τις δράσεις ευαισθητοποίησης και υποστήριξης του εκπαιδευτικού και του γονιού, να θεσπίσει το κατάλληλο νομικό πλαίσιο, που θα εφαρμόζεται χωρίς αναστολές και «παράθυρα» και θα προβλέπει παραδειγματικές ποινές για τους θύτες. Στη Μεγάλη Βρετανία, όποιος βιαιοπραγήσει εναντίον συμμαθητή του, αποβάλλεται οριστικά. Κανείς δεν προθυμοποιείται να ακούσει σαθρές δικαιολογίες, θρασύδειλα «ναι μεν, αλλά…», κλαψουρίσματα μετανιωμένων. Βέβαια, η ελληνική πραγματικότητα έχει τις ιδιαιτερότητές της. Μπορούμε να φανταστούμε τι θα συνέβαινε, εάν η Ελληνική Πολιτεία ακολουθούσε τουλάχιστον το βρετανικό παράδειγμα; Πόσοι γονείς θα ωρύονταν καθημερινά πως οι γόνοι τους αδικήθηκαν, πως η ποινή είναι υπέρμετρα αυστηρή… Μέχρι και δικηγόρους θα αποκτούσαμε, ειδικευμένους στην υπεράσπιση όχι των θυμάτων, αλλά των αυτουργών του εκφοβισμού! Μην ξεχνάμε, όμως, ότι και η ατιμωρησία παράγει θύτες και θύματα.
Παράλληλα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, ότι η σχολική βία είναι ένα φαινόμενο το οποίον καθορίζει τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μέσα στο οποίον εκδηλώνεται. Μέσω, συνεπώς, μιας προσέγγισης που υπερβαίνει το άτομο και δίνει ειδικό βάρος στο πλαίσιο δραστηριοποίησής του, χρήζουν ειδικής προσοχής οι διαδοχικές δευτερογενείς κοινωνικοποιήσεις των μαθητών μέσα στις σχολικές μονάδες και ο ρόλος τους για τη δημιουργία ενός συστήματος κανόνων και αξιών, που απορρίπτει κάθε μορφή βίας.
Γι’ αυτό, αν και η σχολική βία, συνήθως, συνδέεται με την προεφηβεία και την εφηβεία, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι τα παραπάνω ηλικιακά στάδια , αποτελούν μόνο το χρονικό πεδίο της κύριας εκδήλωσής της και ότι η μέριμνα οφείλει να ξεκινά από την προσχολική ακόμη ηλικία και να συνεχίζεται σ’ όλες τις βαθμίδες της σχολικής ζωής των μαθητών, με την ανάπτυξη κατάλληλων στρατηγικών πρόληψης από το εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου. Αυτό προϋποθέτει ότι οι δάσκαλοι οφείλουν, να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση και εκτός από την εξεταστέα ύλη, να παρέχουν στα παιδιά προτάσεις διαχείρισης της ίδιας της ζωής, εμφυσώντας τους το σεβασμό στην ανθρώπινη αξία και στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αναντίρρητα, μέσα σ’ ένα ακραία ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, που αρδεύεται από μία εξίσου ανταγωνιστική κοινωνία, με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και σύγχρονης τεχνολογίας να μας σφυροκοπούν καθημερινά και συστηματικά με πλήθος αρνητικών παραδειγμάτων, δεν είναι δυνατόν να διασφαλιστεί ο παραπάνω ανθρωποκεντρικός στόχος. Είναι, όμως, σημαντικό για ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, η ενασχόληση με την αντιμετώπιση της σχολικής βίας, να υπερβεί το επίπεδο της στείρας ρητορικής κα να περάσει άμεσα στο πεδίο της αδιάλειπτης, συστηματικής και στοχευμένης δράσης από τις πρώτες ηλικίες, κατά τις οποίες η βία βρίσκεται στο στάδιο της «κυοφορίας».