Του ιερέως
Παναγιώτου Σ.
Χαλκιά
Κάθε χρόνο, η 6η Μαρτίου, φίλοι αναγνώστες, έχει καθιερωθεί από το Υπουργείο Παιδείας ως «Πανελλήνια ημέρα κατά της σχολικής βίας αι εκφοβισμού».
Ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα σύνθετο φαινόμενο νεανικής παραβατικότητας, που υπήρχε και παλαιότερα, αλλά στην εποχή μας τείνει να αποκτήσει διαστάσεις κοινωνικής μάστιγας. Πολλά τραγικά περιστατικά αυτοκτονίας παιδιών, επιβεβαιώνουν τη σημαντική έκταση του φαινομένου και στην ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα. Γι’ αυτό, αναγνωρίζεται ως σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, τόσο από την Πολιτεία και το Σχολείο, όσο και από ειδικούς και την κοινή γνώμη. Συνδέεται με την εσκεμμένη βίαιη συμπεριφορά, η οποία εξαναγκάζει, φοβίζει, τρομοκρατεί, εξουσιάζει και στοχεύει στον έλεγχο, στην αποδυνάμωση, στον πόνο, στην υποταγή ενός ευάλωτου, συνήθως, μαθητή.
Ο εκφοβισμός διαφοροποιείται σε σχέση με τις συνηθισμένες παιδικές διαμάχες, καθώς παρουσιάζει επαναληψιμότητα και ανισορροπία ισχύος μεταξύ του θύτη και του θύματος με την επιβεβαίωση της κυριαρχίας (ως προς την ηλικία, τη φυσική δύναμη κ.λπ.). Η σχολική βία, όπως και εν γένει η κοινωνική, εκδηλώνεται σε λεκτικό, σωματικό, σεξουαλικό και ψυχολογικό επίπεδο. Οι απειλές, ακόμη και μέσω διαδικτύου ή κινητού τηλεφώνου, οι ύβρεις, οι συκοφαντίες, η προσπάθεια γελοιοποίησης, η βιντεοσκόπηση ιδιωτικών στιγμών, τα σαρκαστικά παρατσούκλια, η περιθωριοποίηση, η καταστροφή και η κλοπή προσωπικών αντικειμένων, αποτελούν κύριες μορφές σχολικού εκφοβισμού. Τα αγόρια συμμετέχουν πιο συχνά στη σωματική βία σε αντίθεση με τα κορίτσια, που επιλέγουν συνηθέστερα τη λεκτική και ψυχολογική βία.
Ο σχολικός εκφοβισμός εμφανίζεται ενισχυμένος στην εφηβική ηλικία, εξαιτίας των αναπτυξιακών ιδιαιτεροτήτων των εφήβων, της απορρόφησης και υιοθέτησης αρνητικών κοινωνικών εμπειριών και συμπεριφορών και της εντεινόμενης ανασφάλειας. Επιπλέον, η υπερβολική πίεση ή η ανυπαρξία ορίων, οι υψηλές προσδοκίες από το περιβάλλον ή η τάση συνεχούς υποτίμησης των ικανοτήτων των εφήβων, η μειωμένη αυτογνωσία, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι εντάσεις με τους «σημαντικούς άλλους» (γονείς, εκπαιδευτικούς), μπορούν να οξύνουν τις αντιπαραθέσεις και να ενισχύσουν την υιοθέτηση της αρνητικής συμπεριφοράς.
Η διαφορετικότητα, οτιδήποτε δηλαδή αποκλίνει από το μέσο φυσιολογικό, από τα ευρέως διαδεδομένα πρότυπα, μπορεί να μην είναι εύκολα αποδεκτή. Διαφορές στο χρώμα, στην εθνικότητα, στις πεποιθήσεις, στη συμπεριφορά, στο νοητικό και συναισθηματικό επίπεδο ενός ατόμου, γίνονται εύκολα αντικείμενο χλευασμού, όταν απουσιάζει η ατομική και κοινωνική παιδεία.
Θύματα, επομένως, αποτελούν τα παιδιά που ξεφεύγουν από το μέσο όρο είτε στις επιδόσεις, είτε στην εμφάνιση, είτε στη συμπεριφορά. Αρκετές φορές είναι πρόσωπα χαμηλής αυτοπεποίθησης, που απομονώνονται και δεν επικοινωνούν εύκολα με τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς ή άλλα άτομα του περιβάλλοντός τους. Τα παιδιά που πέφτουν συχνά θύματα σχολικού εκφοβισμού, μπορούν να παρουσιάσουν καταθλιπτική συμπτωματολογία και συχνά αυτοκτονικό ιδεαλισμό.
Οι θύτες, από την άλλη, είναι άτομα με μέτριες σχολικές επιδόσεις και συχνά ανατρέφονται σε ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον. Σε μεγάλο ποσοστό αντιμετωπίζουν προσωπικές δυσκολίες, κάτι που τα φορτίζει με αρνητικά συναισθήματα, όπως θυμό, θλίψη, απογοήτευση. Έρευνες, εξάλλου, καταδείχνουν ότι, συχνά, η βίαιη συμπεριφορά των εφήβων δεν αποτελεί παρά εσωτερίκευση μιας προϋπάρχουσας «παράδοσης» αρνητικών προτύπων συμπεριφοράς, που προέρχονται από το εγγύτερο ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Άρα άτομα τα οποία υφίστανται κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία, τείνουν να εμφανίζουν ανάλογη βίαιη συμπεριφορά σε άλλα ευάλωτα πρόσωπα. Το παιδί που δεν έχει συνηθίσει στο διάλογο, δεν θα κάνει διάλογο. Το παιδί που δεν βιώνει το σεβασμό στην προσωπικότητά του, δεν θα δείξει σεβασμό. Επίσης, τα παιδιά συχνά μιμούνται απαξιωτικές συμπεριφορές των γονέων ή συγγενών, απέναντι σε πρόσωπα που διέπραξαν το λάθος να διαφέρουν, να «φαλτσάρουν».
Συχνά, οι ίδιοι οι γονείς, ειδικά των αγοριών, προσπαθούν να διαπλάσουν παιδιά χωρίς ευαισθησίες, δυνατά, διεκδικητικά και κάποιες φορές επιθετικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, φθάνουν στο σημείο, τουλάχιστον λεκτικά, να επιβραβεύουν το παιδί τους-θύτη. Οι καθημερινές βιοποριστικές ανάγκες, η υπεραπασχόληση, η ανεργία, επιπρόσθετα, έχουν ως απόρροια πολλοί γονείς να κλείνονται στον εαυτό τους και να είναι ουσιαστικά ή συναισθηματικά απόντες από την ανατροφή και τον στοιχειώδη έλεγχο των παιδιών τους.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, φίλοι αναγνώστες, το άλλο Σαββατοκύριακο.