Συγκίνηση έχει προκαλέσει στο πανελλήνιο ο θάνατος της σπουδαίας Ελληνίδας ποιήτριας και πεζογράφου, Κικής Δημουλά, η οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών.
Η σπουδαία ποιήτρια είχε υποστή ανακοπή καρδιάς και νοσηλευόταν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας από τις 2 Φεβρουαρίου.
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα. Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου.
Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957).
Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Διετέλεσε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).
Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα:
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Πράγματι η ποίηση της Δημουλά ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της στέρησης, της απώλειας, της συναισθηματικής ματαίωσης και, προκειμένου για τα μετά από τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» ποιήματά της, πάνω στο έδαφος της απουσίας του αγαπημένου προσώπου. Αυτή τη στέρηση κι αυτή την απουσία αναπληρώνει επιτυγχάνοντας μέσα στο χώρο της ποίησης την επικοινωνία με ένα εσύ, με τον άλλον που λείπει, επικοινωνία που η πραγματικότητα αρνείται. Και από αυτή την άποψη η ποίηση της Δημουλά, όσο πικρά συναισθηματικά φορτία κι αν κουβαλά, στην ουσία επιτυγχάνει την κάθαρση και τη λύτρωση.
Μέσα στον ποιητικό της χώρο, κατοικεί η ίδια περιστοιχισμένη από τα άψυχα αντικείμενα και από τις αφηρημένες έννοιες. Στις τελευταίες, δίνει υπόσταση υποκειμένων, επιτρέποντάς τους έτσι να κινούνται, να αισθάνονται, να πάσχουν και γενικώς να συμπεριφέρονται ως δρώντα πρόσωπα. Υπάρχει, δηλαδή, κατά κανόνα μία ακινησία του ποιητικού εγώ, του μόνο έμψυχου εγκάτοικου του ποιητικού της κόσμου, και αντιστοίχως μία αέναη κινητικότητα του αφηρημένου. Πρόκειται για ένα από τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της ιδιότυπης ποιητικής φωνής της.
Συνεχή και αδιάλειπτα είναι τα σχόλια που αφορούν την απώλεια του χρόνου και τη φθορά, που αυτή η απώλεια συνεπάγεται, και διάχυτη η υπαρξιακή αγωνία.
Χαρακτηριστική είναι η γλωσσική της τόλμη που συχνά την οδηγεί σε μία ιδιαίτερα ευρηματική λεξιπλασία.
Η ποίηση της Δημουλά προσφέρει φιλόξενη στέγη σε καθημερινές πληγές και κοινά ανθρώπινα βιώματα, τολμά να δώσει διάσταση ποιητική και φιλοσοφική σε ποιήματα που αντλούν υλικό από το περιβάλλον του οικιακού βίου, και κατορθώνει να άρει τη γυναικεία καθημερινότητα στη σφαίρα της αυθεντικής ποίησης.
Σκύβοντας ουρανό ατένιζα.
Που έφτιαξα από πτώσεις.
Μαζεύοντας σπυρί-σπυρί
ό,τι δεν αφομοίωνε το ύψος.
(Το τελευταίο σώμα μου, 1981)
Το 2001, τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρότου Tάγματος της Tιμής από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Από το 2002 έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην οποία κατέλαβε την έδρα των γραμμάτων που είχε μείνει κενή μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου — η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας (μετά τις Γαλάτεια Σαράντη και Αγγελική Λαΐου).
Το 2009 τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (Prix Européen de Littérature), για το σύνολο του έργου της, ενώ το 2010 τιμήθηκε και με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος.
Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά. Αποσπάσματα του έργου της έχουν συμπεριληφθεί στα σχολικά διδακτικά βιβλία.
Τα έργα της Κικής Δημουλά
Ποιητικές συλλογές
- Ποιήματα, 1952 (αποκηρυγμένα)
- Έρεβος, 1956, εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα 1990
- Ερήμην, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1958. Εκδ. «Στιγμή», 1990.
- Επί τα ίχνη, εκδ. «Φέξης» Αθήνα 1963. Εκδ. «Στιγμή», 1989.
- Το λίγο του κόσμου, εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 1971, 1983. Εκδ. «Στιγμή», 1990.
- Το τελευταίο σώμα μου, εκδ, «Κείμενα», Αθήνα 1981. Εκδ. «Στιγμή», 1989.
- Χαίρε ποτέ, «Στιγμή», 1988
- Η εφηβεία της λήθης, «Στιγμή», 1994
- Ποιήματα, εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1998 (Συγκεντρωτκή έκδοση· περιλαμβάνονται όλες οι προηγούμενες συλλογές εκτός από τα Ποιήματα.)
- Ενός λεπτού μαζί, «Ίκαρος», 1998
- Ήχος απομακρύνσεων, «Ίκαρος», 2001
- Χλόη θερμοκηπίου, «Ίκαρος», 2005
- Συνάντηση, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Κική Δημουλά, «Ίκαρος», 2007 (ανθολογία με εβδομήντα τρία ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη)
- Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, «Ίκαρος», 2007
- Τα εύρετρα, «Ίκαρος», 2010
- Δημόσιος καιρός, «Ίκαρος», 2014
- Άνω τελεία, «Ίκαρος», 2016
Πεζά
- Ο φιλοπαίγμων μύθος, εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 2004 (Η ομιλία που εκφώνησε η Κική Δημουλά στην Ακαδημία Αθηνών κατά την τελετή υποδοχής της.)
- Εκτός σχεδίου, «Ίκαρος», 2005 (επιλογή πεζών κειμένων)
- Έρανος σκέψεων, «Ίκαρος», 2009 (η ομιλία της Κικής Δημουλά στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009)
Κριτική-βιβλιογραφία
[Αφιέρωμα], Νέα Ευθύνη, τχ. 24 (Ιουλ. - Αυγ. 2014), σ. 420 - 472.
[Αφιέρωμα], Εντευκτήριο, τχ. 83 (2008).
[Αφιέρωμα], Λέξη, τχ. 194 (Οκτ. - Δεκ. 2007), σ. 299 - 415.
[Αφιέρωμα], Διαβάζω, τχ. 435 (Δεκ. 2002), σ. 93 - 131.
[Αφιέρωμα], Εντευκτήριο, τχ. 57 (Απρ. - Ιουν. 2002), σ. 7 - 46.
Δήμου, Νίκος. Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας. Αθήνα: Στιγμή, 1991.
Θωμάς, Παναγιώτης, Προς αποζήτηση της σωστής διάταξης: σχόλια στο ποίημα της Κικής Δημουλά "Λάθος διάταξη, Σύναξη, τχ. 118 (Απρ. - Ιουν. 2011), σ. 42 - 52.
Παπαγεωργίου, Κώστας Γ. Κική Δημουλά - χρονικογράφος του εφήμερου. Αθήνα: Κέδρος, 2013.
Στέφος, Αναστάσιος, Αρχαιοελληνικές απηχήσεις στην ποίηση της Κικής Δημουλά, Φιλόλογος, τχ. 159 (Ιαν. - Μαρ. 2015), σ. 63 - 71.