Κατειλημμένος από «ιερή αγανάκτηση» ο υπό το ψευδώνυμο “ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ” συντοπίτης μας αρθρογράφος (Κ. Μπουζιώτας), τα “έψελνε” (καθότι και παραμονή των Χριστουγέννων) την Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 1930 σε κάποιους “ασεβείς και ιερόσυλους” νεαρούς, που την προηγούμενη βραδιά είχε ακούσει να τραγουδούν στη γειτονιά του (οδός Σοφού, θυμίζω) ένα τοπικό λαϊκής σύνθεσης τραγούδι της εποχής:
Σαν δε σου δώσει η μάνα σου
σαράντα ομολογίες*,
κι ένα σπιτάκι στην Εληά,
θά ’χουμε φασαρίες…
(*Τραπεζογραμμάτιο της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος “έναντι” της ανταλλάξιμης ακίνητης περιουσίας των προσφύγων του 1922)
«Δεν έχει ούτε ρομαντισμούς πια, ούτε σπίτια στα σύννεφα! Οι σημερινοί αγαπητικοί κρατούν καλά τα χαλινά της “γιαβοκλούς”. Δεν παν να την παρακαλέσουν. Α, όλα κι όλα… Φοβερίζουν. Δεν τους νοιάζει, δεν πάει να βουρλιστή η λεγάμενη, καρφί δεν τους καίγεται:
Αν δεν σου δώσει η μάνα σου
αυτά που έχει τάξει,
μεσ’ στης Μπαρμπούτας το νερό
να πάει να σε πετάξει…
Ο παληός ποιητής, ω! ποιος δεν τον θυμάται, τραγουδούσε: “Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη…” και η ψυχή του γέμιζε γλύκα σαν έλεγε τη λέξη “βοσκοπούλα»! Τώρα την θέλουν τσάρλεστον, τα μαλλιά αλλά γκαρσόν, και:
Αν δεν σου δώσει η μάνα σου
σαράντα δυο χιλιάδες,
να σ’ έχει να σε χαίρεται,
να βόσκεις αγελάδες!!!
Πού είναι τα ωραία εκείνα χρόνια, που οι διάφοροι με “τον πόνο στην καρδιά” ήσαν όλο παράπονο και παράκλησι;:
Μη μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς,
δεν στο ζητώ ποτέ!
Μα κάποτε χαμόγελο
χάριζε και εις εμέ…
Δεν ζητούσαν οι κακόμοιροι τίποτε μεγάλα πράγματα. “Έν μόνο βλέμμα συμπαθείας”, ήσαν τόσο ολιγαρκείς…»
Αναπολούσε λοιπόν ο αθεράπευτος θιασώτης του ρομαντισμού “ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ” την εποχή που τον κυριότερο ρόλο στο ερωτικό γίγνεσθαι έπαιζε το… παράθυρο!!!
Ναι!!! Και εξηγούμαι: Αν και υπήρχε η πιθανότητα της γνωριμίας δύο νέων εκείνης της εποχής σε κάποια φιλική βεγγέρα, τις περισσότερες φορές η γνωριμία ήταν “παραθυροχτύπημα”. Εκείνος την είχε δει κάποια μέρα στο παράθυρο του σπιτιού της, συγκινήθηκε, ένοιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά κι από τη στιγμή εκείνη περνούσε και ξαναπερνούσε έξω από το συγκεκριμένο σπίτι με τα μάτια πάντα καρφωμένα στο μοιραίο παράθυρο. Περίμενε με αδημονία τη στιγμή που θα τραβιόταν λίγο το κουρτινάκι, θα εμφανιζόταν δειλό και φοβισμένο το ποθητό πρόσωπο και (ενδεχομένως) θα του εξαπέστελλε ένα αμυδρό χαμόγελο...
Για να ακολουθήσει μετά από αυτό νέο πηγαινέλα και νέα ατέρμονη αναμονή κάποιας (μοναχικής κατά προτίμηση) εξόδου της δεσποινίδος, κατά την οποία ίσως να έστριβε για να του ρίξει μια ματιά, καθώς την ακολουθούσε. Πιθανότερος προορισμός μιας τέτοιας εξόδου της, η πλατεία Ωρολογίου: «… η κουτσομπολικώς λεγόμενη νυφοπάζαρο…» την οποία «…Άνδρες, Γυναίκες, Κοριτσόπουλα με πρόωρον ανάπτυξιν, Δεσποινίδες του Κουτιού και της Μπογάδας, Δανδήδες και… μόρτηδες, νεανίζοντα Γεροντοπαλλήκαρα, γέροι σοβαροί και αμίλητοι, υποψήφιοι Δήμαρχοι, βουλευταί και γερουσιασταί κατακλύζουν για να πάρουν τον αέρα των...» (Αστήρ Βερροίας, Αρ.Φ. 59/ 31-7-1927)
Κι εκεί, αν υπήρχε ανταπόκριση ενδιαφέροντος από τη δεσποινίδα, ένα μαντηλάκι που “της έπεσε χωρίς η ίδια να το έχει αντιληφθεί” (έξυπνο μηχάνευμα της εποχής) ίσως γινόταν αφορμή για τον πρώτο διακριτικό, ολιγόλογο διάλογο, καθώς ο ερωτοχτυπημένος νεαρός θα έτρεχε να το σηκώσει και να της το επιστρέψει:
.-Ω! Σας ευχαριστώ, κύριε!.
-Συγχωρήστε μου το θάρρος, δεσποινίς! Αλλά αφ’ ης στιγμής σας είδον, η καρδιά μου…
Κι αν κατά την επόμενη έξοδο (ένας Θεός ήξερε πότε θα γινόταν… οπότε τα έναντι του παραθύρου λιθόστρωτα υπέφεραν από τα πηγαινέλα), αν λοιπόν “έπεφτε” κάποιο γραμματάκι ή ένα λουλούδι, τότε άνοιγαν οι ουρανοί και προκαλούσαν πλημμυρίδα ευτυχίας στον υποψήφιο καρδιοκατακτητή!!!
Εύστοχη επομένως η προσωνυμία “εργολαβία” που αποδιδόταν πειραχτικά στη διαδικασία της ερωτικής κατάκτησης, εκείνη την εποχή. Πράγματι ο ερωτευμένος έπρεπε να εγκαταλείψει κάθε άλλη ασχολία του και να αφιερωθεί εργολαβικά στην κατάκτηση εκείνης που είχε βάλει στο μάτι…
Για να καταλήξει η όλη υπόθεση νομοτελειακά, μετά βέβαια την έγκριση των γονέων, στην καθιερωμένη έξοδο “α λα μπρατσέτα” των αρραβωνιασμένων πλέον νέων στην Εληά. Κι εκεί, στο μικρό καφενείο της, να ακολουθήσουν τα κεράσματα του μέλλοντα γαμπρού στους παρευρισκομένους, υπό την άγρυπνη επιτήρηση των συμπεθέρων (συνήθως βλοσυρών μουστακαλήδων). «…Αυτό το γεγονός επισημοποιούσε τον αρραβώνα και σχολιαζόταν από το μεγάλο χοβαρδαλίκι και την άλλη μέρα βούιζε η γειτονιά. “Τά ‘μαθες κορ Λέγκου;”. “Σαν τι να μάθω;”, “Η Γιάγκος κι η Κατήγκου αρραβωνιάσκαν. Να ψες βγήκαν σνηλιά κι κυράσκαν μπύρες”…» (Στέφανος Ζάχος, Αναμνήσεις ενός Βεροιώτη)
Κι αν σας φαίνονται “δύσκολα” τα όσα προανέφερα, αγαπητοί φίλοι, σκεφτείτε πόσο δύσκολο ήταν να αποδεχθεί κι ο συμπαθέστατος “ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ” ότι οι εποχές αλλάζουν... Έτσι, συχνά πυκνά εξακόντιζε μύδρους κατά της παρατηρούμενης “έκλυσης ηθών” των νέων της εποχής:
«Ύστερα από τες τελευταίες ζέστες μας ήλθεν η δροσιά. Και όμως ο κόσμος εξακολουθεί να κατακλύζη τη “Μπαρμπούτα” και… το “Φάληρο” όπου οι μεν αρσενικοί το μεσημέρη βάζουν τες καρέκλες μεσ’ στο ποτάμι οι δε θηλυκοί βγάζουν… τες κάλτσες!!! Οι αγροφύλακες, υδροφύλακες κινδυνεύουν να γίνουν και… φανοκόροι!!!»
«Συνιστώμεν σ’ εκείνους που τα βραδάκια έχουν τα ραντεβού τους μέσα στ’ αμπέλια να προσέχουν λιγάκι και να μην κάθηνται στην άκρη τ’ αμπελιού. Ξεχνιώνται τόσον, ώστε αν περνάει κανένας αδιάκριτος ακούει... Άλλωστε ας έχουν υπ’ όψει τους πως όταν έχει φεγγαρόλουστη βραδιά γυρίζουν μέσα στ’ αμπέλια και τα σκυλλιά των κυνηγών… Όπως προχθές π.χ. ένα ζευγαράκι ανεκαλύφθη από ένα κυνηγετικό σκυλλί, ο δε νοικοκύρης του ξαφνιάσθηκε βλέποντας αντί λαγού… το ζευγαράκι!!! »
«Τα ραντεβού πέρνουν και δίδουν στην κάτω “Εληά” ζευγαράκια, ζευγαράκια… Άλλα βολτάρουν μέσα στο σκότος και άλλα σφικτά αγκαλιασμένα απλώνονται στο χορτάρι… Από μαθήτριες, απόφοιτες γυμνασίου και μοδιστρούλες ως επί το πλείστον ξανθειές ή κεντήστρες, που ξελαρυγγίζονται με το “ταγκό του ονείρου” : “αν μ’ αγαπούσες… θα σου χάριζα ότι κι αν είχα…” και το λεν με τέτοιο πάθος, που θα ‘λεγε κανένας πως οι αρσενικοί είναι και… κωφοί!!!».