Σ` ένα σπίτι που μάντευε τον καιρό
και τα μικρά ΤΙΠΟΤΕ του Σεπτεμβρίου,
εκεί γερνούσε,
πιστεύοντας στο γαλάζιο,
και στην άρπα που έπαιζε την συμφωνία της λύπης.
Με το τριώροφο της ορφάνιας,
την αποδημία των «ξεκούρδιστων» στιγμών έμοιαζε,
και άλλες, τις προάλλες,
με τα ερωτήματα
και τα ελαφρυντικά της μοναξιάς.
Ένα σπίτι που κατοικούσε το ΑΔΕΙΟ,
δίχως ίχνος ανθρώπινης παρουσίας,
παρά μονάχα,
αυτό που φύλαγε
την αίγλη των αγαλμάτων
του 5ου π.χ. αιώνα
Ένα σπίτι αφοσιωμένο στο φεγγάρι ήτανε,
στα μυστικά του Στερεώματος,
που φρόντιζε την επανάληψη της μοναξιάς
και την γυμνασιακή πρόοδο του Χρόνου.
Τα παράθυρά του, βλέπανε τα Μεταβλητά,
συμπόναγαν τους κουρασμένους μήνες,
τους έρωτες που χάθηκαν στους στίχους των ποιητών
και τις απαραίτητες λυπημένες καλημέρες
των «υδρορροών» της καθημερινότητας.
Ένα σπίτι Άσυλο ζητούσα,
να φυλάγω την Άνοιξη!
Να ταξιδεύει με τον πληθυντικό της Ευτυχίας,
και τους χρησμούς του Μάντη Κάλχα.
Ένα σπίτι ιδιοκτησία των Προφητών,
που να κλείνει την πόρτα
στα ΥΛΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ των καιρών,
και ν` ανοίγει τα παράθυρά του
εκεί που αρχίζει η θάλασσα
και οι κοριτσίστικες λέξεις
που ξέρουν την γραμματική των ονείρων...
Γιάννης Ναζλίδης
1 Φεβρουαρίου 2020