Το εξοχικό καφενείο «Μπαρμπούτα» στα 1900
Ο Τριπόταμος, παρά τις περιστασιακές φουσκονεριές του, στάθηκε διαχρονικά ο «ευεργέτης της Βέροιας», εξασφαλίζοντάς της ύδρευση, άρδευση, ενέργεια από τις υδατοπτώσεις του... Πάνω από όλα όμως στάθηκε γεννήτορας εικόνων, ήχων, βιωμάτων και… συναισθημάτων των κατοίκων της!!!
Σε επιλεγμένα φυσικά πλατώματα της ανατολικής του όχθης χάρισε απλόχερα δροσιά και ψυχική ηρεμία από τον καιρό της τουρκοκρατίας ακόμη:
Η βρύση Μπαρμπούτα στην ανατολική βάση της γέφυρας, που οδηγεί στο ομώνυμο εξοχικό κέντρο στη δεκαετία του ‘60 (Αρχείο Παναγιώτη Ζέρβα)
*Οι πολλαπλές έξοδοι του νερού δικαιολογούν το προσωνύμιο “γενάτη”
«Όταν βγαίνει κανείς απ’ αυτήν τη συνοικία (εννοεί την εβραϊκή) και πηγαίνει δυτικά, έρχεται σε μια πάρα πολύ ρομαντική θέση. Ένα ποταμάκι πέφτει βουίζοντας σε ένα άγριο φαράγγι, γεμάτο με βράχια, και στις άκρες του μεγαλώνουν δέντρα και θάμνοι. Εδώ ο Τούρκος έχει φτιάξει και τους καφενέδες του. Μπορεί να απολαμβάνει τον καφέ του και τον καπνό του, τόσο κοντά στην πόλη, αλλά συγχρόνως και μέσα σε πανέμορφη φύση…» (Gustav Weingand, 1890, Οι Αρωμούνοι)
Γνωστότερο και διασωζόμενο ως τις ημέρες μας το παρακείμενο στη βρύση “Μπαρμπούτα” εξοχικό καφενείο, από την οποία πήρε και το όνομά του. Με την ετυμολογία του τοπωνυμίου αυτού ασχολήθηκε ο βλαχολόγος ερευνητής Αντώνης Βασιλείου, σύμφωνα με τον οποίο: « ba` rbuta` σημαίνει στα βλάχικα “κεφάλι-βολβός πράσου”, που με τα πυκνά ριζίδιά του δίνει την εντύπωση γενειοφόρου κεφαλής. Γι’ αυτό σε νεοελληνικά ιδιώματα η λέξη μπαρμούτα σημαίνει “προσωπείο, μάσκα μεταμφιεσμένων από δέρμα τράγου”. Η λέξη ετυμολογείται από τη barba “γενειάδα” και το επίθημα –uta. Μπαρμπούτα, λοιπόν, σημαίνει ετυμολογικά “γενάτη”…»
Μετά την απελευθέρωση ο Τριπόταμος συμπλέχτηκε μέσα σε ανάλαφρους ερωτικούς στίχους αλλά και σε υπαρξιακούς στοχασμούς:
«Εκείνη π’ αγαπώ μνήσκει στη Βέροια.
Μέσα στις νερομάνες και στα κρυονέρια
Το σπίτι τους το ζώνουν καταρράχτες
Π’ αχώρια τη βουή, θαρρείς αδιάζουν στάχτες…
Μα κάτω στα λιθάργια, στην Μπαρμπούτα
Μπαμπάκι λαναρίζουν τα λαγούτα,
Και τραγουδάνε τα νερά τρεχάτα
Υφαίνοντας την κάτασπρή τους στράτα» (…)
(Αιμίλιος Ριάδης, Μακεδονικό Ημερολόγιο,1925, Απόσπασμα)
Στην Καραχμέτη
Συ πού ’σουνα την άνοιξη στα πράσινα ντυμένη,
σαν νά ’σουν νύμφη τ’ Απριλιού, του Μάη αγαπημένη,
που σκόρπιζες τριγύρω σου δροσιά, περίσσια χάρη,
πού ‘σουν σαν νύμφη-ανύμφευτη της Βέρροιας το καμάρη!!!
Τώρα γυμνή και έρημη σαν μια ζητιάνα μοιάζεις.
Σε δέρνουν χιόνια και βροχές και βαρειαναστενάζεις.
Το ποταμάκι σου θολό τώρα βογγά, μουγκρίζει,
ξεσπά στους βράχους με ορμή, κι απ’ το θυμό αφρίζει.
Στα σκιερά πλατάνια σου, που φώλιαζαν αηδόνια,
τώρα σφυρίζει ο βορρηάς, και σου κτυπάει τα κλώνια.
Κι όμως εάν ο χειμωνιάς σε δέρνει στο κεφάλι,
γρήγορα θά ’ρθη η άνοιξις για να γελάσης πάλι.
Σ’ εμένα όμως τον θνητό όπου με δέρνει ο πόνος,
κάθε άνοιξη φορτώνεται στην πλάτη κι ένας “χρόνος”
Χρόνος που δεν θα ξαναρθή για να με ξανανοιώση,
και να μου δώση τη χαρά, τα νειάτα μου να δώση…
Βέρροια 30-11-37 Τάκης Τσ.
Έγινε αγαπημένος τόπος για περιπάτους αναψυχής των νεαρών κοριτσιών (πιθανότατα ως επέκταση της μεταφοράς πόσιμου νερού από τις πολλές παρακείμενες βρύσες). Συνήθεια πρωτόγνωρη για τα κοινωνικά δεδομένα της Βέροιας, και αδιανόητη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας:
«Καθόμουν στο παράθυρο του σπιτιού μου, ακουμπώντας το μάγουλό μου στη παλάμη μου και νανουριζόμουνα από τη βοή που κάμει το “γυφτοπόταμο” λίγα μέτρα πιο πέρα κυλιώντας τα νερά του, όταν μια παρέα από πολύ γνωστά κορίτσια, που τα σπίτια τους, κατά… σύμπτωσιν βρίσκονται στο αντίθετο της πόλεως μέρος, δηλαδή στο άκρο ανατολικό, τράβηξε τη προσοχή μου και μ’ ανάγκασε να τα παρακολουθήσω περνώντα τη πέτρινη γέφυρα της “Καραχμέτης” για να χαθούν ύστερα στα καλδερίμια του Καρσή Μαχαλά. Τώρα όμως εκεί πάνω ζη ένας ολόκληρος κόσμος ελληνικός και δεν ακούονται τα “κλακ-κλακ” από τα τσόκαρα (γαλέτσες) που φορούσαν τα “τουρκόπουλα” ούτε τα “κοκκόνα, κοκκόνα κιοπέκ ογλού σουν γιοκ ανάν” (Κορίτσι, κορίτσι σκύλας παιδί χωρίς μάνα) με τα οποία έλουζον την κάθε διερχόμενην… ». (Αστήρ Βερροίας, Αρ.Φ. 88/ 29-5-1928 απόσπασμα χρονογραφήματος)
Υποδέχτηκε κάτω από τα αιωνόβια δένδρα που ρίζωσαν στις όχθες του αμέτρητες μικρές οικογενειακές “αποδράσεις”:
Παρόχθιο πλάτωμα δίπλα από τη γέφυρα Καραχμέτ. Προσφιλής θέση οικογενειακών εκδρομών (Αρχείο: Γιώργου Κόβα)
«Πηγαίνοντας από την Κεντρική οδό στο τέρμα κάτω της οδού Σοφού, πριν μπούμε στη γέφυρα Καραχμέτ, κατεβαίναμε το δρομάκι αριστερά, στην κοίτη του Τριποτάμου. (…) Οι παλιές Βεροιώτικες οικογένειες, τα καλοκαίρια πηγαίνανε εκεί και τρώγανε και πίνανε, τα μεσημέρια (πολύ πριν τον πόλεμο του 1940), κρυώνοντας τα καρπούζια τους στα κρύα νερά του ποταμού.
Εκδρομή της οικογένειας Σιορμανωλάκη στον Τριπόταμο (Δεξαμενή) στα 1956. (Αρχείο οικ. Σιορμανωλάκη)
Καθότανε ως αργά. Τα μικρά παιδιά τους παίζανε κάτω από τα δέντρα, που για τα μάτια τους ήταν θεόρατα…» (Γεώργιος Καλογήρου, Ομάδα παλιές φωτογραφίες Βέροιας)
Εικόνες, ήχοι, συναισθήματα… Η συνέχεια στην επόμενη «συνάντησή» μας, αγαπητοί φίλοι!!!