Στο χωριό οι μέρες κυλούσαν γρήγορα.Μεγάλες οικογένειες «Κάτι που λείπει από την εποχή μας»Πολλά παιδιά ,σκληρή δουλειά στα χωράφια ή στα ζώα. Όλοι μαζί δουλεύανε,όλοι μαζί χορεύανε,στην πλατεία του χωριού.Ο νεαρός Ευριπίδης κοίταξε με τρυφερότητα την μικρή Ανθούλα. Πολλά κορίτσια χόρευαν με χάρη όμως η καρδιά του 18χρονου νεαρού χτυπούσε μόνο για μία.Όταν επαναπατρίστηκαν και κατέβηκαν στην πόλη ο Ευριπίδης οργάνωνε χορούς και πάρτυ για να μπορεί να βλέπει την Ανθούλα. Έτσι γνωρίζονταν οι άνθρωποι τότε...Με πολύ διάκριση ο 22χρονος πλέον Ευριπίδης τόλμησε να της μιλήσει.Της άνοιξε την καρδιά του απλά και ευγενικά.Η νεαρή δεσποινίδα έγινε κατακόκκινη από ντροπή ,δεν τολμούσε ούτε να τον κοιτάξει.Όση ώρα ο παππούς Ευριπίδης αναπολούσε τα παλιά εγώ κοίταζα την γιαγιά Ανθούλα..Τον κοίταξε με αγάπη και χαμογελούσε δραπετεύοντας και αυτή στις στιγμές εκείνες..
-Και ύστερα τι έγινε παππού; τον ρώτησα όλο αγωνία.
-Εε! τι έγινε ,αφού δεν έπαιρνε από λόγια της έγραψα ένα γράμμα.
-Αλήθεια; το έχεις μήπως φυλάξει κάπου;
-Αυτό όχι .Όμως τα γράμματα που μου έστελνε όταν πήγα φαντάρος τα φύλαξα για 40 χρόνια.(πετάχτηκε η γιαγιά Ανθούλα)
-Τα διαβάζαμε μετά που παντρευτήκαμε και γελούσαμε.θυμάσαι Ανθούλα μου; είπε ο παππούς.Οι αρραβώνες έγιναν κοντά στις γιορτές ,μαζί διαλέξανε τα δαχτυλίδια.Κάθε βράδυ μετά τις δουλειές τους μαζεύονταν στα σπίτια και κάνανε το λεγόμενο «παρακάθ» Μιλούσανε οι άνθρωποι τότε,ακούγανε,εξασκούσαν την γλώσσα και τον νού,λέγανε ιστορίες,ανέκδοτα,έκαναν όνειρα,κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου,πήγαιναν σινεμά και τρώγανε το γλυκό τους σε ένα γραφικό ζαχαροπλαστείο.Ήτανε ευτυχισμένοι και ζούσαν την κάθε στιγμή του αρραβώνα τους για 1 μήνα.Ο Ευριπίδης έφυγε φαντάρος για 2 χρόνια.Μετά τον στρατό κάθησαν για 1 χρόνο αρραβωνιασμένοι. 21Νοεμβρίου 1955 παντρεύτηκαν .1 χρόνο μετά απέκτησαν το πρώτο τους παιδί.Την πριγκήπισσα Ελένη όπως την έλεγε και την λέει ακόμη ο παππούς Ευριπίδης την κόρη του.
-Παππού πώς εσύ μορφωμένος άνθρωπος δεν κοίταξες να παντρευτείς μια πλούσια γυναίκα;τον ρώτησα Κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε.
-Και η μάνα μου αυτό ήθελε μου είπε
-Όμως εγώ της έδειξα την κόρη μου που κοιμόταν ήσυχα στην κούνια της και την είπα»Για εμένα μάνα όλος ο πλούτος είναι εδώ» και έδειξα την κορούλα μου.Έμεινε με τους γονείς του για 4 χρόνια και ύστερα πήγε πάλι στο χωριό για να ζήσουν όπως μου είπε ελεύθερα την αγάπη τους και να αφοσιωθούν στο παιδί τους.Εξάλλου ο Ευριπίδης έγινε πρόεδρος του χωριού και οι υποχρεώσεις του ήταν αυξημένες...Κάθε φορά που έφευγα από το σπίτι του ένιωθα ανάμεικτα συναισθήματα .όση ώρα μου μιλούσε ζούσα και εγώ στον δικό του κόσμο,να νιώσω την ντροπή τον σεβασμό,την αγνότητα,την ενότητα την αγάπη .Σαν έκλεινα την πόρτα του σπιτιού του έμπαινα στον δικό μου κόσμο και με έπιανε ένα σφίξιμο στην καρδιά.Μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου χανόμουνα στις δικές μου όχι ευχάριστες σκέψεις..Ποιός ντρέπεται τώρα; ποιός σέβεται; ποιός εκτιμά; πού είναι η ενότητα;πού είναι η αγάπη;πού είναι τα αγνά συναισθήματα; Δεν μπορεί να είναι τόσο άσχημα τα πράγματα,υπάρχει ακόμη ελπίδα «έλεγα μέσα μου»όμως αλήθεια δεν ξέρω αν το πίστευα...