Σύμφωνα με το ν. 4177/2013, οι χειμερινές εκπτώσεις έτους 2020 θα
αρχίσουν τη Δευτέρα, 13 Ιανουαρίου και θα λήξουν το Σάββατο, 29 Φεβρουαρίου
2020.
Από την σύνθεση των σχετικών
με τις εκπτώσεις διατάξεων (άρθρο 15 ν. 4177/2013 και άρθρο 3 της ΥΑ 56885/10-11-2014), προκύπτει ότι, εκτός από την αναγραφή
της παλαιάς και της νέας μειωμένης τιμής των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται
με έκπτωση, επιτρέπεται και η αναγραφή και εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης.
Εφόσον πραγματοποιούνται εκπτώσεις σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 60% του συνόλου
των πωλούμενων ειδών, το ποσοστό έκπτωσης επιβάλλεται, οπότε θα πρέπει να
αναγράφεται στην προθήκη του καταστήματος και σε οποιαδήποτε άλλη εμπορική
επικοινωνία. Στην περίπτωση που υπάρχουν
διαφορετικά ποσοστά έκπτωσης ανά κατηγορίες προϊόντων, θα πρέπει να αναγράφεται
το εύρος του παρεχόμενου ποσοστού («από …. % έως …. %»). Σε κάθε άλλη περίπτωση
θα αναγράφεται ότι οι εκπτώσεις αφορούν επιλεγμένα είδη με αναφορά στο αντίστοιχο
ποσοστό.
Στην πράξη, η αναγραφή
παλιάς και νέας τιμής είναι επιβεβλημένες και υποχρεωτικές, ενώ η αναγραφή
ποσοστού έκπτωσης είναι καταρχήν δυνητική.
Στις περιπτώσεις που οι μειωμένες τιμές επεκτείνονται σε ποσοστό ανώτερο
του 60% των πωλουμένων ειδών της επιχείρησης, τότε και μόνο τότε η αναγραφή
ποσοστού καθίσταται υποχρεωτική, οπότε –επιβεβλημένα- θα αναγράφονται και τα
δύο, ήτοι παλιά και νέα τιμή και ποσοστό έκπτωσης. Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται και
προβάλλεται η μειωμένη τιμή, πρέπει να αντιστοιχεί στην αλήθεια και να μην
είναι ανακριβής. Οι καταστηματάρχες θα πρέπει, σε περίπτωση ελέγχου, να είναι
σε θέση να αποδείξουν, ότι η παλαιά τιμή πώλησης που αναγράφεται στην πινακίδα,
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Θυμίζουμε ότι, σε ελέγχους
που πραγματοποίησε κατά το παρελθόν η Γενική Γραμματεία Εμπορίου, διαπιστώθηκε
ότι πολλοί επιχειρηματίες, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον σχετικό φόρτο
εργασίας, δεν αναγράφουν στα υπό έκπτωση προϊόντα την παλιά και την νέα τιμή
αλλά καταφεύγουν στην χρήση γενικευμένου ποσοστού μείωσης. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε ότι αυτή η
πρακτική, όσο και αν γίνεται καλοπροαίρετα, παραβιάζει το νόμο και επισύρει
αυστηρές κυρώσεις, θεωρούμε δε ότι ειδικά αυτή την εποχή είναι εντελώς
αχρείαστο να επιβάλλονται αναίτια πρόστιμα που μπορεί να πλήξουν την
βιωσιμότητα της επιχείρησης. Επιβάλλεται
λοιπόν προσοχή από τους εμπόρους, ώστε να αναγράφουν πρώτα απ’ όλα την παλιά
και νέα τιμή των προϊόντων και κατόπιν –εφόσον το θέλουν ή πληρούνται οι
προϋποθέσεις του νόμου- το ποσοστό έκπτωσης.
Σύμφωνα
με το άρθρο 21 ν. 4177/2013, σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις περί εκπτώσεων
επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου με το 0,5% του ετήσιου κύκλου εργασιών και
πάντως όχι κατώτερο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά
πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το πρόστιμο
αυξάνεται στο 3% του ετήσιου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Στην
επιβαρυντική περίπτωση που οι εκπτώσεις είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ως
προς το ποσοστό τους ή ως προς την ακρίβεια των αναγραφόμενων τιμών ή ως προς
την ποσότητα των προσφερόμενων με έκπτωση προϊόντων ή ενέχουν οποιασδήποτε
μορφής απόκρυψη ή παραπλάνηση του καταναλωτή, επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου
με το 1% του ετήσιου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από δέκα χιλιάδες
(10.000) ευρώ. Εφόσον το σχετικό
πρόστιμο επιβληθεί για δεύτερη φορά ως προς την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα
πέντε (5) ετών, τότε αυτομάτως αυξάνεται στο 3% του ετήσιου κύκλου εργασιών της
συγκεκριμένης επιχείρησης.
Αρμόδιες
ελεγκτικές αρχές σύμφωνα με το νόμο είναι:
α)
Οι υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και
Ανταγωνιστικότητας.
β)
Οι υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και
Ανταγωνιστικότητας.
γ)
Οι υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και
Ανταγωνιστικότητας.
δ)
Οι Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειών.
στ)
Οι Υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος, στη ζώνη δικαιοδοσίας τους.
Αρμόδια
αρχή για την επιβολή των προστίμων είναι ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης
Διοίκησης, όπου διαπιστώνεται η παράβαση.
Οι παραπάνω Υπηρεσίες ελέγχουν την εφαρμογή τόσο της νομοθεσίας για τις
εκπτώσεις όσο και αυτής που αφορά στις Κυριακές.