Η ψυχοθεραπευτική κωμωδία «TOC TOC Αγάπη ρε» δεν σταματάει! Συνεχίζει για 9η θεατρική σεζόν, με Κώστα Σπυρόπουλο που σκηνοθετεί, παίζει, οργανώνει και διασκευάζει το γαλλικό θεατρικό έργο του Laurent Baffie, Δημήτρη Σταρόβα, Χρύσα Ρώπα, Μαίρη Σταυρακέλλη, Ιωάννη Αθανασόπουλο, Στέλλα Κωστοπούλου και Εβελίνα Καραπάνου.
Αποδομώντας τις ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, τα λεγόμενα «τικ», η παράσταση ψυχαγωγεί, συγκινεί και χαρίζει άφθονο γέλιο σε… ψυχοθεαραπευόμενους και ψυχοθεραπευτές μέσα από τον μόνο δρόμο που μας απέμεινε, τον δρόμο της αγάπης! Η παράσταση παρουσιάζεται στη Βέροια την Κυριακή 12 Ιανουαρίου, στον Χώρο Τεχνών (7.00 μ.μ.)
«Τοc Τοc πάλι… πάλι…» λοιπόν και ο Κώστας Σπυρόπουλος μιλά στο "Λαό" για την παράσταση, τις ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές και τη σημασία του καλλιτέχνη: «Έχει ρίζες αυτό το έργο, είναι στημένο για βόρεια Ελλάδα» λέει ο κ. Σπυρόπουλος και μας εξηγεί ότι ο βασικός πρωταγωνιστής, που υποδύεται ο ίδιος, είναι ένας παοκτσής ταξιτζής από τη Θεσσαλονίκη και, μάλιστα, η πρώτη του παρουσίαση συνέπεσε με το πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ.
Μιλώντας για το έργο που αφορά σε μεγάλο βαθμό τις ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές και τα τικ που μπορεί να έχουμε ως άνθρωποι, ο κ. Σπυρόπουλος μοιράστηκε μαζί μας κάτι που δεν του έχει ξανασυμβεί ποτέ, περιγράφοντας το ως τη μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής του: «Ο καθένας από τους ήρωες αντιμετωπίζει ένα από αυτά τα θέματα. Ένας από τους ήρωες πάσχει από Gilles de la Tourette, τον ερμηνεύει ο Δημήτρης Σταρόβας και έχει το χαρακτηριστικό ότι βρίζει και γαυγίζει.
Οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτό έχουν βρυχηθμούς, κάνουν φωνές που δεν αναγνωρίζεις. Στην εξέλιξη είναι πολύ επιθετικοί, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι βρίζουν και δεν μπορούν να σταματήσουν. Κάποια στιγμή στο Ράδιο Σίτυ υπήρξε ένα παιδί 16 χρονών που φώναζε. Θεώρησα ότι είναι κάποιος ατίθασος και πρέπει να φύγει από την αίθουσα. Ειδοποίησα και το είπα και στον κόσμο.
Μου είπαν τελικά ότι είναι ένα παιδί που πάσχει από αυτό και συνοδεύεται από τη μητέρα του. Τους κάλεσα στο καμαρίνι στο διάλειμμα. Η μητέρα μου είπε «σας παρακαλώ μην μας διώχνετε, θέλω το παιδί να δει την παράσταση». Του μίλησα για τη δουλειά μου, ότι η παρεμβατικότητα είναι άκυρη σε αυτή την περίπτωση. Ό,τι βλέπει είναι προγραμματισμένο, γεωμετρημένο και το κομμάτι του αυθορμητισμού είναι πολύ μικρό. «Θα σε παρακαλούσα να μας βοηθήσεις για να μπορέσουμε να κάνουμε την παράσταση και να την παρακολουθήσεις».
Κύριε Σπυρόπουλε, θα παίρνω το μπουφάν κάθε φορά που μου έρχεται αυτό και θα το βάζω στο πρόσωπο μου, μου είπε. Προλογίζω στον κόσμο αυτό που έγινε και τους λέω ότι θέλω και εσείς να τον βοηθήσετε. Ακούγαμε κατά τη διάρκεια της δεύτερης πράξης ένα μακρινό ήχο που δεν τον καταλάβαινες καν… Και είναι αυτό που περιγράφει το έργο, ότι μέσα από την αγάπη και την κατανόηση αυτής της ομάδας, σταματούν για κάποια δευτερόλεπτα τα τικ τους. Από μια ομαδική ψυχοθεραπεία που προτείνει στο έργο ένας από τους ασθενείς, σταματούν τα τικ μέσω της αγάπης και της επαφής και βλέπω μπροστά μου να βιώνω το θέμα του έργου. Η θεματολογία του έργου έγινε ζωή. Αυτό δεν μου έχει συμβεί ποτέ σε παράσταση»
-Ποιο είναι το στοιχείο που έλκει το κοινό όλα αυτά τα χρόνια και συμβάλλει στην επιτυχία της;
«Τα τελευταία 30 χρόνια ο άνθρωπος ζει με το ρήμα ‘τι είμαι’ και όχι με το ‘τι έχω’. Προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι, από που έρχεται, την ταυτότητα του, θέλει να καταλαβαίνει την ψυχή του. Αυτό σημαίνει ότι ψάχνεις περισσότερο τον εαυτό σου. Το καλό είναι ότι αποκτάς μια αυτογνωσία, μια συνείδηση, προσπαθείς να καταλαβαίνεις κώδικες για να αναλύεις τον χαρακτήρα σου. Οι χαρακτήρες ακολουθούνται από συμπεριφορές. Βρισκόμαστε στις μέρες της ψυχολογίας. Όταν συνειδητοποιείς ότι έχεις μια επαναλαμβανόμενη συνήθεια από το χτυπάω το ξύλο ή ότι περνάω από το συγκεκριμένο πεζοδρόμιο για να πάω στη δουλειά μου, ότι καθαρίζω τρεις τέσσερις φορές το ίδιο σημείο αναρωτιέσαι, γιατί το κάνω και τι είναι αυτό που με κάνει να μη μπορώ να το αποφύγω. Υπάρχει η λεγόμενη ιδεοληψία που μπαίνει μια ιδέα στο μυαλό σου και αρχίζει ο καταναγκασμός και εσύ αρχίζεις και λειτουργείς με αυτό. Αν γιγαντωθούν αρχίζει η παραγωγικότητα σου και μειώνεται. Το έργο επειδή στοχεύει στην αποδόμηση όλων αυτών, στοχεύει στο να τα κανιβαλίσει, να γελάσεις με αυτό που έχεις, γι’αυτό ευφραίνει τους θεατές. Λέει ότι ουσιαστικά αυτό που κάνουμε είναι ένα παιχνίδι, δεν είναι και τόσο σοβαρό αυτό που μας συμβαίνει. Μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε».
Ο κ. Σπυρόπουλος επιμένει ότι η οικογένεια παίζει τον πρώτο ρόλο στην αναγνώριση και την αποδοχή μιας τέτοιας κατάστασης και μετά ο γιατρός που πρέπει να τον εμπιστευτείς και να τον επιλέξεις. «Η οικογένεια πρέπει να σε κάνει να απενοχοποιήσεις την ιστορία γιατρός και όχι να σκέφτεσαι, αχ μην το πω μην με περάσουν για τρελό. Πρέπει πια ο Έλληνας να μπει σε ένα περιβάλλον σοβαρό και επιστημονικό», λέει.
-Πού βρίσκεται η Ελλάδα στα θέματα αυτά;
«Η Ελλάδα είναι ένα κράτος που έρχονται όλα αργότερα. Όταν ο Γιάλομ είδε τον πρώτο του ασθενή και μίλησε για την ψυχανάλυση, εμείς εδώ μιλούσαμε για ψυχίατρο και νομίζαμε ότι θα μας βάλουν στο τρελάδικο. Η πίεση, οι ρυθμοί της ζωής, η καταναλωτική κοινωνία, το καπιταλιστικό σύστημα μας αναγκάζει να μην έχουμε ώρες, να παραβιάζουμε τη φύση. Αν έχουμε κάποια ώρα κενό, έχουμε τύψεις».
Ο ίδιος έπειτα από προσωπικό ψάξιμο και διάβασμα, άλλαξε τον τρόπο που σκέφτεται, επιλέγει και συζητά με τον εαυτό του και τους φίλους του, κάτι που έφερε και στη δουλειά του: «Πρέπει να κάνεις στην ουσία life coaching, όχι σκηνοθεσία. Για να βάλεις έναν ηθοποιό να αγαπάει τη δουλειά του, να τον ‘ντρεσάρεις’ και να είναι απόλυτα αφοσιωμένος πρέπει να κάνεις δυο πράγματα. Το ένα είναι να του δίνεις έναν ανθρώπινο μισθό και το άλλο είναι να τον βάλεις σε ένα τριπάκι ότι αυτό που κάνει είναι πολύ σημαντικό, αλλά όχι με διδαχές και νουθεσίες, με την ανάλυση που χρειάζεται και την προσωπική αναζήτηση. Να του θυμίσεις γιατί ξεκίνησε να κάνει αυτή τη δουλειά. Είμαστε στην εποχή της εξειδίκευσης, της επαγωγής στα επιμέρους».
- Και το ταλέντο; Σε ποια εποχή είναι;
«Το ταλέντο είναι κάτι που πρέπει να το δούμε σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Στη φυσική λέμε ότι η δύναμη δεν ορίζεται, αλλά την καταλαβαίνεις από τα αποτελέσματα της. Το ίδιο λέω και εγώ για το ταλέντο».
Και βέβαια, όλα αυτά χρειάζονται πολλές θυσίες και ο ίδιος αφιέρωσε τον εαυτό του στη δουλειά του, άρα το να δημιουργήσει μια οικογένεια ήταν λίγο δύσκολο. Εξάλλου, «δεν είμαστε όλοι για όλα» όπως λέει.
Τι σας ευχαριστεί να κάνετε στη ζωή σας;
Μου αρέσει να πηγαίνω για φαγητό μετά τις παραστάσεις. Επίσης, μου αρέσει πολύ να πίνω καφέ με φίλους και να λέμε μπούρδες. Η στιγμή της έμπνευσης είναι πολύ αβίαστη. Αυτό που μας έχουν κάνει, ότι είναι κάτι ενοχικό δεν είναι καλό. Πιστεύω ότι πρέπει να το νομιμοποιήσουμε και να το απαιτήσουμε!».