Αραδιασμένα πάνω σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι όλα τα ξαδέρφια, καλοσκεπασμένα και με τον φωτισμό της ξυλόσομπας περνούσαμε πολλές βραδινές ώρες (ως παιδιά που μεγαλώσαμε χωρίς το «προνόμιο» της τηλεόρασης) την περίοδο του δωδεκαημέρου, ακούγοντας τις μαγευτικές ιστορίες της μαμούλας* Ντίγκας (*γιαγιά-Αικατερίνη, από την πλευρά της μητέρας μας). Και πάντοτε τέτοιες ημέρες ζωντάνευαν στην παιδική φαντασία μας από τις αφηγήσεις της: ο κουτσός κι άσχημος Μαντρακούκος, ο οποίος κρύβεται στις μάντρες ως τη νύχτα οπότε και βγαίνει για να πειράξει τις γυναίκες που περπατούν στον δρόμο, οι Κοψομέσηδες χορευταράδες, που αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στον χορό μέχρι να πέσει κάτω λιπόθυμος, οι Αλαφροΐσκιοτοι, που έγιναν έτσι σκοντάφτοντας πάνω σ’ ένα κουβάρι, το οποίο ενώ έσκυβαν να το πιάσουν, άξαφνα έτρεχε μοναχό του κι έφευγε...
Εκκίνηση της πομπής των Θεοφανείων από τον Μητροπολιτικό Ναό Βέροιας το 1908
Φτάνοντας λοιπόν στην Δ’ τάξη του Δημοτικού, δεν ήταν λίγες οι φορές που κρυφo-άνοιγα, με περιέργεια αλλά και κάποια δόση ανησυχίας ομολογώ, το «Αναγνωστικόν» στη σελίδα 80, διαβάζοντας ξανά και ξανά:
«Κάτω από τη γη υπάρχει ένα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος και γερός και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλικάντζαροι και δουλεύουν νύκτα και ήμερα. Προσπαθούν να κόψουν τον στύλο πού βαστάει τη Γη, γιατί θέλουν να την ιδούν να γκρεμίζεται και να γελούν. Κτυπούν λοιπόν με μικρά τσεκουράκια και πριονίζουν με πριονάκια. Κάθε χρόνο, μόλις ζυγώνουν να το κόψουν, να σου και έρχονται και τα Χριστούγεννα…
-Άιντε, πάμε τώρα να γλεντήσουμε λίγο επάνω στη γη, πειράζοντας τους ανθρώπους, γιορτές ημέρες πού ήρθαν, λένε. Πάμε, και στο γυρισμό μας το αποκόβομε.
Έρχονται λοιπόν κοντά μας. Στο γυρισμό τους όμως (την ημέρα των Θεοφανείων) βρίσκουν το δέντρο να έχει θρέψει. Και τότε αρχίζουν πάλι από την αρχή. Ευτυχώς που είναι κουτούτσικοι οι καλικάντζαροι, για τούτο κάθε χρόνο πάντα τα ίδια κάνουν και πάντα τα ίδια παθαίνουν με τούτο το θεόρατο δέντρο, που κρατάει τη γη ολόκληρη με τα χωριά της και με τις πολιτείες της.» (Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού, ΟΕΔΒ, 1961)
Η γέφυρα «Καραχμέτ» πριν την καταστροφική πλημμύρα του 1935 (Αρχείο Παναγιώτη Ζέρβα)
Νοσταλγικό ανάγνωσμα (τώρα πια) για τη γενιά μας, για τους νεότερους αφελής μυθοπλασία ίσως, αλλά βαθιά ριζωμένη δοξασία μεταξύ των κατοίκων της παλιάς Βέροιας, όπως σας έχω ήδη αναφέρει, αγαπητοί φίλοι. Τόσο, που τα περισσότερα μικρά παιδάκια ζούσαν με την αγωνία, μήπως αυτή τη χρονιά καταφέρουν να πριονίσουν το δέντρο που στηρίζει τη γη… Πολλά μάλιστα έψαχναν συχνά πυκνά στους μπουχαρέδες των τζακιών, απ’ όπου (όπως τους έλεγαν οι μεγαλύτεροι) οι καλικάτζαροι «έμπαιναν στα σπίτια και μαγάριζαν τα γλυκά».
Ο κάθε νοικοκύρης διάλεγε ένα χοντρό ξύλο από δένδρο αγκαθερό, το Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτη και μέρα-νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο, σιγόκαιγε στην οικογενειακή εστία για να κρατάει τους καλικαντζάρους μακριά. Οι νοικοκυρές πετούσαν κομμάτια χοιρινού κρέατος ή λουκάνικα στα κεραμίδια και άφηναν στην είσοδο ένα κόσκινο, ώστε μέχρι να μετρήσουν από περιέργεια τις τρύπες του, να λαλήσει ο πετεινός, οπότε έτρεχαν να εξαφανιστούν. Η βραδινή έξοδος από το σπίτι έπρεπε να γίνεται απαραιτήτως με αναμμένο δαυλό στο χέρι, ενώ η συνομιλία μαζί τους μπορούσε να προκαλέσει απώλεια του λόγου. Τη μάχη εναντίον τους ενίσχυαν οι μεγάλες φωτιές στις πλατείες και οι περιοδείες μασκαρεμένων με κωδωνοκρουσίες (Λιγουτσάρηδες, Ντραγκαράδες κλπ).
Η οριστική λύτρωση ερχόταν μόνο την ημέρα των Θεοφανίων με τον «αγιασμό των υδάτων» και το ράντισμα του κάθε σπιτιού με αγιασμό, οπότε οι καλικάντζαροι τρέπονταν σε φυγή κατατρομαγμένοι, ξεφωνίζοντας ο ένας προς τον άλλο: «Φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχετ’ ο παπάς, με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του!!!».
Αγιασμός των υδάτων στη γέφυρα «Εκμεκτσή», του φούρναρη, στα 1906 (Αρχείο Στέργιου Ζυγουλιάνου)
Η όλη υπόθεση έλκει την καταγωγή της από την πίστη των αρχαίων Ελλήνων προγόνων μας ότι τέτοιες μέρες οι νεκροί, βρίσκοντας την πόρτα του Άδη ανοιχτή, έβγαιναν στον επάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού δίχως έλεγχο ή περιορισμούς. Αργότερα, οι Βυζαντινοί γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα! Έχοντας λοιπόν κρυμμένα τα πρόσωπα τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν…
Ο Αναστάσιος Χριστοδούλου στην Ιστορία της Βέροιας (1960) έχει διασώσει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες και πτυχές του εορτασμού των Θεοφανίων στην πόλη μας πέραν του θρησκευτικού ή και θρησκοληπτικού χαρακτήρα (από σεβασμό στον πνευματικό αυτόν εργάτη του τόπου μας το παραθέτω αυτούσιο):
«Η μεγάλη αυτή εορτή της Χριστιανοσύνης ήτο διά την Βέροιαν μία ξεχωριστή και πανηγυρική θρησκευτική τελετή, καθ’ ην το Ελληνικόν στοιχείον επεδεικνύετο τρόπον τινά εις τούς Τούρκους, έν όλη τη αίγλη τη λαμπρότητι και μεγαλοπρεπεία.
Η κατάδυσις του Τιμίου Σταυρού εθεσπίσθη το πρώτον υπό του Μη¬τροπολίτου Βενεδίκτου το 1869 να γίνεται εις τον Τριπόταμον που δια¬σχίζει την πόλιν μας, από της γεφύρας της “Καραχμέτης”. Λόγω όμως του ακαταλλήλου της τοποθεσίας μετετοπίσθη εις το “Κιόσκι”, όπου σήμερον το Ε΄ Δημοτικόν Σχολείον (εννοεί την περιοχή στη γέφυρα που είναι γνωστή ως “Eκμεκτσή”, του φούρναρη). Αργότερον προετιμήθη η παρά το ”Μουαρίφ” αμφιθεατρική και απέραντος τοποθεσία όπου συνεχίζεται έκτοτε μέχρι σήμερον. Ό Τίμιος Σταυρός, ερρίπτετο υπό του Αρχιερέως από της γραφικής και μεγαλοπρεπούς, λίθινης διτόξου γεφύρας του ποταμού (ήταν γνωστή αρχικά ως γέφυρα “Χατζηκάβουρα” κι αργότερα ως γέφυρα του “Σταυρού”), παρασυρθείσης υπό της τελευταίας πλημμύρας το 1935 και μήπω μέχρι σήμερον ανεγερθείσης.
Θεοφάνεια στη Βέροια του 1954 (Αρχείο Ευαγγελίας Μπαζούκη)
Η θέα την οποίαν ενεφάνιζεν ο ποταμός, αι πλαγιαί και το αμφιθεατρικόν σύνολον, ήτο φαντασμαγορική, με τας ποικίλας αμφιέσεις των Βεροιωτών και Βεροιωτισσών. Τα φέσια των ανδρών παρουσίαζον λειμώνα από κατακόκκινες παπαρούνες, αι δε εορτάσιμοι στόλαι των γυναικών, πί¬νακα αφαντάστου ζωγραφικής, ζωηρών και ποικίλων χρωμάτων.
Περιστεραί κρατούμεναι υπό των μικρών, απελύοντο εν καιρώ και πορτοκάλια πάμπολλα ερρίπτοντο εις τον ποταμόν, μετά την έξοδον δε των δυτών εκ του ποταμού έφιπποι αναμένοντες την στιγμήν, εναγωνίως, εισήρχοντο εις τον ποταμόν θριαμβευτικώς.
Επί Τουρκοκρατίας η πομπή εγίνετο εν πάση μεγαλοπρε¬πεία πλαισιουμένη υπό των αρχών και στρατού ένθεν και ένθεν τιμητικώς παρακολουθούντος. Οι Τούρκοι μ’ όλον ότι δεν εχώνευον την επίδειξιν των “Γκιαούρηδων”, εν τούτοις εκ περιεργείας, παρίσταντο εις την τελετήν, νιπτόμενοι μετά τον αγιασμόν των υδάτων, πίνοντες και γεμίζοντες στάμνες ηγιασμένου ύδατος.
Η πομπή επιστρέφουσα εν κατανύξει κατέληγεν εις τον περίβολον του Αγίου Αντωνίου, όπου ο Αρχιερεύς από της κλίμακος του εξώστου του Ηγουμενείου εξεφώνει κατάλληλον τη ημέρα λόγον.
Η περιφορά του Τιμίου Σταυρού ανά την πόλιν εγίνετο αυθημερόν υπό της Εφορίας των σχολείων, υπέρ των εκπαιδευτηρίων μας. Οι δίσκοι επληρούντο νομισμάτων, τα όποια οι Βεροιείς ευχαρίστως προσέφερον, γνωρίζοντες ότι ταύτα θα εδαπανώντο, προς μόρφωσιν και έκπαίδευσιν των τέκνων των...»
Θεοφάνεια στη Βέροια του 1956 (Αρχείο Διονύση Μαλέζογλου)
Στο προσκήνιο λοιπόν μοιραία έρχεται η «παραμελημένη προίκα της φύσης στη Βέροια», ο Τριπόταμος!!! Μέρες που είναι όμως, θα περιοριστώ στο να υπενθυμίσω στα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου μας τις προεκλογικές εξαγγελίες όλων των συνδυασμών αναφορικά με παρεμβάσεις ανάπλασης-αξιοποίησης του ποταμού της πόλης μας. Είναι βέβαιο ότι μπορεί να βρεθεί η χρυσή τομή, αν πράγματι υπάρχει η θέληση…
Χρόνια πολλά!!!
Υγεία και ευτυχία σε όλους, αγαπητοί φίλοι!!!