"Την Πρωτοχρονιά, μετά την εκκλησία μαζεύονται στο μεσοχώρι τα Ραγκατζιάρια, που είναι νέοι άντρες ντυμένοι με τις φουστανέλες, μερικοί με προσωπίδες, άλλοι με κάπες , στολισμένοι με ασημικά, κρατώντας ξύλινα σπαθιά. και κουδούνια.
Ο αρχηγός τους λέγονταν Καπετάνιος. Πρώτα πήγαινε ο επίτροπος με το δίσκο του Αη Βασίλη, μετά ο Γκαϊντατζής, ο καπετάνιος και κατόπιν οι φουστανελάδες. Την παρέα συμπληρώνουν οι χοσμικιαραίοι (υπηρέτες) μεταμφιεσμένοι (γύφτος, αράπης, νύφη, γαμπρός, μπάμπω, παππούς κλπ.) Όταν κανένας πείραζε την νύφη της παρέας, τον έπιανε ο ψυχογιός (πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου) τον πήγαινε στον Καπετάνιο και εκείνος τον τιμωρούσε με πρόστιμο. Αν αντιδρούσε να πληρώσει τον πήγαινε στον αράπη να του κόψει το κεφάλι.
Τότε έμπαινε η μπάμπω κι ο παππούς κλαίοντας, όμως ο αράπης, χωρίς να ακούσει κανένα τον σκότωνε. Με την επέμβαση ύστερα του γιατρού, ο σκοτωμένος ζωντάνευε και η αναπαράσταση τελείωνε με ζωηρά και χαρούμενα πηδήματα του αναστημένου (νεκρανάσταση- Διονυσιακό κατάλοιπο). Πρώτα πήγαιναν στου Παπά το σπίτι, εκεί έλεγαν του Παπά το τραγούδι: “Μες τα μαρμαρόφυλλα και τα μαργαριτάρια, εκεί κοιμάται αφέντης μας με το σταυρό στο χέρι”.
Η παπαδιά τους κερνάει ρακί και διάφορα άλλα για μεζέ και δίνει στον επίτροπο και τον Αη Βασίλη το γρόσι της βασιλόπιτας. Μετά πήγαιναν στον μουχτάρη (Πρόεδρο) και στα σπίτια όπου γιόρταζαν οι Βασίληδες. Αργότερα στήνονταν τρανός χορός στο μεσοχώρι όπου μαζεύονταν όλο το χωριό για σεργιάνι.
Η αμοιβή για τα Λαγκατζάρια ήταν χρήματα (ελάχιστα), καρύδια, παστό κλπ. Τα Ραγκατζιάρια ότι μάζευαν (γέννημα) το πουλούσαν για να το δόσουν στην εκκλησία για να πληρώσουν τον παπά και τον δάσκαλο και τους φτωχούς.
Το τραγούδι που έλεγαν στα Ριζώματα είχε ως εξής:
“Αγιός Βασίλης έρχιτι Γινάρης ξημερώνει, Βασίλιμ πούθεν έρχισι και πούθεν κατεβαίνεις, ιγώ απ τα ξένα έρχουμι και στα δικά μου πάω, αν έρχισι απ την ξενητειά πες μας κανα τραγούδι, ιγώ τραγούδια μάθνισκα τραγούδια να σας λέω, στην πατερίτσα ακούμπισα να πώ την άλφα βήτα κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απόληκε κλωνάρια, κλωνάρια χρυσοκλώναρα κι ανάργυρα τα φύλλα. Φραγκίτσα εδώ Φραγκίτσα εκεί Φραγκίτσα πάει στη βρύση μι του γιουρντάνι στου λιμό το σύρμα στου κιφάλι και με τα ασημοζούναρα χαμπλά χαμπλά ζωμένη”