Πολλές ωραίες εικόνες και σκηνές θα μπορούσε να απολαύσει κάποιος επισκέπτης στην «παλιά» Βέροια ανήμερα της πρωτοχρονιάς!!! Εκτός από τις φυσικές ομορφιές της, τα χαριτωμένα παιδάκια που καλαντάριζαν κάνοντας ποδαρικό στα σπίτια για τη νέα χρονιά, είχε τους «Λιγουτσάρηδες» (μεταμφιεσμένους κουδουνοφόρους) των Αρμάνων Βλάχων, τους «Ντραγκαράδες» του Τριλόφου, τους «Ρουγκατσάρηδες» του Ρουμλουκιού…
Λιγουτσάρηδες των Αρμάνων Βλάχων της Βέροιας
Ρουγκατσάρηδες
του Τριλόφου
Είχε όμως και τα ιδιαίτερα (με το τοπικό ηχόχρωμα)
περιστατικά της καθημερινότητας των κατοίκων της. Κάποια τέτοια έρχομαι να
θυμίσω σήμερα στη «συνάντησή» μας, αγαπητοί φίλοι!
Γλυκύτατος άνθρωπος ο Βασίλης και κύριος με όλη τη σημασία
της λέξης. Ποτέ κανείς δεν τον είδε θυμωμένο ή έστω λίγο εκνευρισμένο. Ποτέ δεν
τον άκουσε κανείς να κατηγορεί κάποιον ή έστω να εκφράζει ένα παράπονο. Πάντα
με το χαμόγελο και τον καλό λόγο για όλους!!! Γι’ αυτό και το μαγαζάκι του ήταν
καθημερινά τόπος συγκέντρωσης. Πέρασμα για «κάθε καρυδιάς καρύδι»… Αυτός
σκυμμένος πάνω στον πάγκο εργασίας να δουλεύει ασταμάτητα και περιμετρικά στους
τοίχους πέντε έξι καρέκλες πάντα να είναι κατειλημμένες από πελάτες, αλλά κι από
περαστικούς που ήθελαν να του πουν την «καλημέρα» τους το πρωί ή την
«καλησπέρα» τους το απόγευμα. Όχι μόνο Βεργιωτάδες, αλλά και γυρoχωρίτες αν βρίσκονταν στην πόλη, έπρεπε
απαραιτήτως να περάσουν από του Βασίλη για να «πουν δυο κουβέντες». Τόσο
αγαπητός άνθρωπος ήταν…
Αυτή η αγάπη του κόσμου όμως τον έβαζε συχνά σε βάσανα,
γιατί διασχίζοντας την αγορά, αφού έκλεινε το μαγαζάκι του, όλο και κάποια
παρέα θα επέμενε να τον κεράσει ένα τσίπουρο. Ακόμη κι όταν ήθελε να το
αποφύγει, όλο και κάποιος θα τον τραβούσε σχεδόν με τη βία να καθίσει στην
παρέα, γιατί, φιλότιμος όπως ήταν, πολλές φορές δεν έπαιρνε χρήματα για τις
μικροεξυπηρετήσεις. «Βρε παιδιά, να πάω στο σπίτι, με περιμένουν…» τους έλεγε,
αλλά η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: «Ούτε να το συζητάς, Βάσο, μας προσβάλλεις…
Έστω ένα ποτηράκι στο πόδι. Εσύ τόσα έχεις κάνει για ‘μας…». Αναγκαστικά
υπέκυπτε στις πιέσεις των φίλων. Εδώ που τα λέμε, πώς να αντισταθεί κανείς σ’
αυτό το «ευλογημένο» που «καθαγιάζει» το σμίξιμο με την παρέα; Είναι σωστή
τελετουργία το μοίρασμα από το ίδιο καραφάκι στα μικρά ποτηράκια, να φέρνει ο
καθένας το δικό του στα χείλη αφού έχει δώσει εγκάρδιες ευχές, να το ακουμπά ευλαβικά
στο τραπέζι όπου κάθονται όλοι ένα γύρο και παίρνουν μεζέ από τα ίδια μικρά πιατάκια,
αργά, αρχοντικά κι εκλεπτυσμένα!
Η Βασίλαινα όμως, η «…με περιμένουν στο σπίτι» που έλεγε ο
καλόκαρδος Βασίλης, είχε διαφορετική γνώμη: «Πού ’ν’ τος, ο προκομμένος;;; Αχ! Πάλι
κάπου θα σκάλωσε η κάπα τ’ …» έλεγε και ξανάλεγε βολτάροντας με νευρικότητα απ’
την κουζίνα στο καθιστικό και πάλι πίσω… Άκαρπες έμεναν οι προσπάθειες της
κυρα-Μαρίκας, της μητέρας της Βασίλαινας (γιατί ήταν και σώγαμπρος ο Βασίλης) που
όλο την ορμήνευε: «Σουσς, μαρή κόρ’, κράτα τα λόγια σ’… Σουσς!». Τα υπέμενε όμως όλα ο Βάσος δίχως να
βγάζει λέξη από το στόμα του. Και στο τέλος πάντα αφόπλιζε την φουρκισμένη
Βασίλαινα με το χαμογελαστό: «Έχεις δίκιο, βρε γυναίκα, έχεις δίκιο, αλλά κι
εγώ τι να κάνω; Η παρέα επέμενε, βλέπεις…» που της έλεγε κι έτσι η νύχτα τους
έβρισκε πάντα αγαπημένους…
Για την καλή του την καρδιά τον τιμούσε όμως με το παραπάνω
και η Βασίλαινα! Ειδικά κάθε πρωτοχρονιά που ήταν η γιορτή του γινόταν θυσία,
για να τα βρουν όλα στην εντέλεια οι επισκέπτες. Την τελευταία μέρα του χρόνου
δεν σταματούσε στιγμή! Να καθαρίσει το σπίτι, να αλλάξει όλα τα στρωσίδια, να
ετοιμάσει γλυκά και πίτες για κέρασμα, να φτιάξει χώρια βασιλόπιτα για το
καθιερωμένο βραδινό έθιμο, να πάει και αργά το απόγευμα στην εκκλησία τα
πρόσφορα, για να ευλογήσει ο παπάς τον άντρα της και τις δουλειές του… Στον Βάσο ανέθετε μόνο, αφού κλείσει το μαγαζί,
ν’ αγοράσει ένα τριοκάρικο ρακί, δυο οκάδες λουκάνικα, μια οκά τυρί, δυο φρατζόλες
ψωμί , κάμποσα παστά, ελιές, ένα οκάρικο λάχανο για τους απαραίτητους λαχανοσαρμάδες
και λαχανικά για σαλάτες. Κάθε χρόνο, την τελευταία μέρα, την ίδια παραγγελιά
του έδινε κι αυτός, ως παραδοσιακός Βεργιώτης κουβαλητής σύζυγος, της τα
πήγαινε το απόγευμα μέσα σε μια μεγάλη πάνινη τσάντα.
Λοιπόν μια χρονιά, ξημέρωσε η τελευταία ημέρα της κι άρχισε
η παραπάνω διαδικασία... Ο Βασίλης έβγαλε το μεροκάματο, έκανε τις καθιερωμένες
αγορές γεμίζοντας την τσάντα που συνήθιζε να κρατάει κάθε χρόνο τέτοια μέρα και
πήρε το δρόμο για το σπίτι. Αποφασισμένος μάλιστα να μη χαλάσει χρονιάρα μέρα
την καρδιά της γυναίκας του, αρνήθηκε σθεναρά τουλάχιστον δυο προσφορές που του
γίνανε για «ένα ποτηράκι στο πόδι, βρε Βάσο…». Έλα όμως που στρίβοντας από το
πεταλουργείο των Καλλιγάδων και τα σαμαράδικα των Πέτρου Ζαμάνη και Σωτήρη
Ζυγουλιάνα (όλα τριγύρω από τη σημερινή Ιπποκράτους) μπροστά στην ταβέρνα του
Γιώργου Ραντίδη έπεσε πάνω στα δυο μπατζανάκια του! Είχαν καιρό να βρεθούνε, αγαπημένα
πρόσωπα, τι θά ’λεγε κι η κυρα-Μαρίκα, η πεθερά τους… κάθισε να πιεί ένα
τσιπουράκι στην υγειά τους, για το καλό...
Το ένα τσιπουράκι έφερε το δεύτερο, αρχίσανε να ευθυμούνε
κι «άντε Βάσο, στην υγειά σου!» έλεγε ο
ένας μπατζανάκης κι «άντε Βασίλη, να σε χαιρόμαστε!» έλεγε ο άλλος μπατζανάκης
κι αρχίσανε να βγαίνουν λίγο-λίγο πάνω στο τραπέζι ελίτσες, παστά, ψωμάκι,
τυράκι κι άντε να καθίσει ο κουμπάρος του ενός μπατζανάκη στο τραπέζι κι άντε
να καθίσει στην παρέα ο ξάδερφος του άλλου μπατζανάκη και δώσ’ του μετά από
λίγο να φέρνει ο Ραντίρης λαχανοσαλάτες και κάτι νόστιμα λουκάνικα, «τσαντέϊκα»
όπως τα έλεγε…
Ώωωρες μετά ο Βασίλης είπε τη
γνωστή του φράση: «Βρε παιδιά, να πάω στο σπίτι, με περιμένουν…», θυμήθηκαν και
οι υπόλοιποι ότι πρέπει να κόψουν την βασιλόπιτα, αποφασίσανε να το σχολάσουνε.
Φορτώθηκε ο Βασίλης την τσάντα με τα ψώνια κι αφού τους έκανε το «Ορίστε στο
σπίτι που γιορτάζουμε αύριο», τους αποχαιρέτησε. «Ευχαριστώ, βρε παιδιά, ευχαριστώ!!! Τα καλά του Θεού να
έχετε!!!». Χίλια «ευχαριστώ» τους είπε ο καλοσυνάτος άνθρωπος κι όλα βγαλμένα
μέσα από την καρδιά του!!!
Έφτασε λίγο πριν την
αλλαγή του χρόνου στο σπίτι χαμογελαστός, και για να ξεφύγει από τα πυρά της μπαρουτιασμένης
για τα καλά Βασίλαινας, άφησε βιαστικά την τσάντα στην κουζίνα, κουβάλησε την
βασιλόπιτα στον σοφρά του καθιστικού κι άρχισε με επισημότητα το τελετουργικό
της κοπής: τρεις φορές γύρισμα, σταύρωμα με το μαχαίρι, «το πρώτο κομμάτι είναι
του Χριστού…» κλπ. κλπ… Κάτι μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της η Βασίλαινα,
αλλά αυτός απέφυγε με μεγάλη ευελιξία να δώσει συνέχεια. Ολοκλήρωσε γρήγορα-γρήγορα
τα του εθίμου, έδωσε τις ευχές του κι ανέβηκε στον πάνω όροφο για να κοιμηθεί στην
κάμαρη. Μα μόλις πήγε να κλείσει τα μάτια του, τον συντάραξαν οι φωνές της
Βασίλαινας από την κουζίνα: «Βρε προκομμένε, πού είναι αυτά που σου παρήγγειλα;;;
Αχου!!!». Σηκώνεται ο Βασίλης αλαφιασμένος, τρέχει στην κουζίνα και τι να
δει!!! Η τσάντα ήταν γεμάτη πέτρες, πέταλα και παλιοδέρματα…
Ξεπερνώντας την αρχική σαστιμάρα του, «Να σου εξηγήσω, βρε
γυναίκα…» πάει να της πει με το γνωστό χαμόγελό του, αλλά η Βασίλαινα είχε
«απασφαλίσει» πια κι έριχνε «πυρά κατά βούληση»! Λέξη δεν άκουγε… Με το
«Αχού!!! Προκομμένε, ρεζίλι θα γίνουμε αύριο!!! Σαρμαδάκια με πετσιά και
λουκάνικα αλογοπέταλα θα βγάζω για μεζέ αύριο, χρονιάρα μέρα…» και με άλλα
τέτοια ευρηματικά στο στόμα πέρασε εκείνο το βράδυ η Βασίλαινα, με το «Αχού!!!
Βρε παιδιά, τι φωτιά μ’ ανάψατε!» το πέρασε ο γλυκύτατος Βασίλης.
Πριν ξημερώσει καλά-καλά η μέρα, δυνατά χτυπήματα
ακούστηκαν στην εξώπορτα! «Να τα πούμεεε, νοικοκυραίοι;;;» ακούστηκαν κάτι
αγριοφωνάρες απ’ έξω ανακατεμένες με χαρούμενα χάχανα. Κοιτάνε από το παράθυρό
τους οι κακοξενυχτισμένοι νοικοκυραίοι ποιος τους έκανε ποδαρικό και να σου οι
αδερφές της Βασίλαινας και οι αγαπημένοι μπατζανάκηδες του Βασίλη, κρατώντας ο
καθένας από δυο μεγάλες πάνινες τσάντες φυσκαρισμένες με τρόφιμα. Ξυπνήσανε και
οι γείτονες με την τόση φασαρία κι όλοι μαζί άρχισαν το γλέντι, που τελείωσε
αργά το βράδυ. Η μισή Βέροια πέρασε από το σπίτι τους εκείνη τη μέρα για να
τους ευχηθεί … Τη μεγαλύτερη χαρά όμως την έβλεπε κανείς στο πρόσωπο της κυρα-Μαρίκας!!!
«Ήταν η πιο ωραία Πρωτοχρονιά της ζωής μου!!!» είπε ευτυχισμένη, ξεπροβοδίζοντας
τους τελευταίους επισκέπτες, τις κόρες και τους γαμπρούς της…
Κάπως έτσι τα άκουσα και σας τα αφηγήθηκα… Ακόμη κι αν
αμφιβάλλετε όμως, μην αμελήσετε με τον ερχομό του νέου χρόνου να εκφράσετε την
αγάπη σας σ’ αυτούς που σας περιβάλλουν!!!
Ευτυχισμένο να είναι το 2020 για όλους μας, αγαπητοί φίλοι!!!