Η ημέρα του Αγίου Φιλίππου ήταν ημέρα χαράς για την αστική κοινωνία της Βέροιας. Γιορταζόταν όμοια με την ημέρα της αποκριάς: πλούσια φαγητά, άφθονο κρασί, γλυκά, βεγγέρες σε φιλικά σπίτια, γιατί από την επομένη και για σαράντα ημέρες απαγορευόταν η κρεοφαγία. Ήταν ορόσημο όμως και για τα παιδιά, γιατί από την επόμενη ημέρα άρχιζαν οι έντονες διαβουλεύσεις τους για να σχηματιστούν οι «ορτακιές» (από το τουρκικό ορτάκ = συνεταίρος), οι συντροφιές για τα κόλιντα (τα κάλαντα της 23ης προς 24η Δεκεμβρίου), ώστε να είναι εγκαίρως έτοιμα τα απαραίτητα συνοδευτικά εξαρτήματα, το αστέρι και η φάτνη!!!
Δεν ήταν εύκολη υπόθεση... Προϋπέθετε κατ’ αρχήν να υπάρχει διαθέσιμο το «κασνάκι» (μικρό κόσκινο για το αλεύρι). Μετά έπρεπε να αγοραστούν χρωματιστές κόλλες (πράσινες, κίτρινες, γαλάζιες, κόκκινες), σπάγκοι, σύρματα και αλεύρι για την κατασκευή της αλευρόκολλας, με συνεισφορά όλων των ορτάκηδων από το λιγοστό «χαρτζιλίκι» τους.
Συχνά ο μεγάλος ενθουσιασμός για τη συμμετοχή στην ορτακιά οδηγούσε σε «συγκρούσεις συμφερόντων» μεταξύ παιδιών - μανάδων, καθώς τα πρώτα άρπαζαν κρυφά κάποια από τα απαραίτητα υλικά της κατασκευής. Και τότε άκουγες μνημειώδεις διαλόγους μεταξύ των γειτονισσών νοικοκυράδων: «Ακούς εκεί, ου πίβουλας μ’… Να μ’ άρπαξει τ’ σήτα!!! Κι πού θα βρω τώρα τέτοια βουλ’κιά να κουσκ’νίζου;», «Αμ, κι ου θ’κός μ’ που πήρει του μ’σό τ’ αλεύρ’ για τ’μ πίτα; Δε θάρθ’ ου καψόχρονους; Θα τουν μαυρίσου τ’ ράχη!!!»… «Ματωμένα Χριστούγεννα» αποκαλούσε το σκηνικό ο Στέφανος Ζάχος πολύ παραστατικά!
Τίποτε όμως, ούτε τα μαλώματα, ούτε ακόμη και οι «επιμορφωτικές» ξυλιές με το τσόκαρο ή τον πλάστη της πίτας (διαδομένα «παιδαγωγικά εργαλεία» ως και στα δικά μας παιδικά χρόνια) ήταν ικανά να φρενάρουν τον «πυρετό» των προετοιμασιών για τα κόλιντα!!!
Σύγχρονη κατασκευή αστεριού και φάτνης από την «Κίνηση Πολιτών Κυριωτίσσης»
Κάθε ορτακιά διάλεγε τον αρχηγό της, ο οποίος σαν έμπειρος πρωτομάστορας έδινε στους υπόλοιπους τις οδηγίες κατασκευής. Το πεντάκτινο άστρο έπρεπε να είναι συμμετρικό, τα καλάμια του να συνδεθούν σφιχτά με σπάγκο, να προσαρμοστεί στέρεα το κασνάκι, οι χρωματιστές κόλλες να κολληθούν προσεκτικά με κουρκούτι αλευρόκολλας και να λαδωθούν για να είναι πιο φωτεινές, να κολληθούν χωρίς ζαρώματα οι διαλεγμένες χριστουγεννιάτικες παραστάσεις στις κατάλληλες θέσεις, να τοποθετηθούν σωστά τα ξουγκουκέρια, να στερεωθούν οι κατασκευές καλά στα κοντάρια. Επιθεωρήσεις, δοκιμές, διορθώσεις, σημασία σε κάθε λεπτομέρεια…
Όταν έφτανε πια το πολυπόθητο βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου, όλα τα ορτάκια συγκεντρώνονταν από νωρίς στο κελάρι ή στην αποθήκη κάποιας ανεκτικής και φιλόξενης μάνας, που είχε φροντίσει να ετοιμάσει ζεστή σούπα για να τα φιλέψει. Με δοκιμές και μικροδιορθώσεις της τελευταίας στιγμής, συνοδευόμενες από ιστορίες για καλικάντζαρους*, περίμεναν με αγωνία την ώρα της εξόδου!!!
[*Η δοξασία των καλικατζάρων ήταν πολύ έντονη μεταξύ των απλοϊκών κατοίκων της Βέροιας. Τόσο, που τα περισσότερα μικρά παιδάκια ζούσαν με την αγωνία, μήπως αυτή τη χρονιά καταφέρουν να πριονίσουν το δέντρο που στηρίζει τη γη… Άλλα πάλι έψαχναν πολλές φορές τη μέρα στους μπουχαρέδες των τζακιών, απ’ όπου (όπως τους έλεγαν οι μεγαλύτεροι) οι καλικάτζαροι «έμπαιναν στα σπίτια και μαγάριζαν τα γλυκά».]
Αναβρασμός όμως επικρατούσε και σ’ όλα τα σπίτια, όπου οι νοικοκυραίοι (άνδρες, γυναίκες και παππούδες ) ετοίμαζαν πυρετωδώς, αλλά με μεγάλη χαρά και τέχνη τα «λιανώματα» (αποξηραμένα φρούτα, ξηρούς καρπούς, κάστανα, σταφίδες, ξυλοκέρατα κλπ καλοτυλιγμένα σε χαρτιά) για να τα ρίξουν στους καλαντάρηδες από το παράθυρο. Τα δε μικρότερα παιδιά είχαν κολλημένα τα προσωπάκια τους στα τζάμια των παραθύρων ώρες ατελείωτες, περιμένοντας με λαχτάρα να εμφανιστούν «τ’ αστέρια»!!!
Στις 12 ακριβώς κι ως το πρωινό χάραμα πλημμύριζαν τα σοκάκια της Βέροιας από πολύχρωμα φώτα, χαρούμενες νεανικές φωνές και μελωδικές ψαλμωδίες:
(Ήχος πλ. β´. Ρυθμὸς τετράσημος)
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,
τώρα Χριστός γιννιέτι (δίς)
Γιννιέτι κι βαφτίζιτι
στους ουρανοὺς απάνου (δίς)
Όλοι οι Αγγέλοι χαίρουντι
κι όλοι δοξολογιούντι (δίς)
Και τα δαιμόνια σκάζουνε,
και σκάζουν και πλαντάζουν (δίς)
Κόλιντα μπάμπου!!! Μέλιντα μπάμπου!!!
Κι αν τα κόλιντα που παραλάμβαναν ήταν ικανοποιητικά, ακολουθούσαν οι ευχές:
Σε τούτ᾿ το σπίτι πού ‘ρθαμε, πέτρα να μη ραΐσει
κι ου νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει!!!
Κι του χρόν’!!!
Αν κάποιοι νοικοκυραίοι δεν ανταποκρινόταν έγκαιρα, άρχιζαν τα προειδοποιητικά δυνατά χτυπήματα στην βαριά εξώπορτα με τις «ματσούκες» (ραβδιά με ξύλινο ρόζο στην άκρη). Κι αν παρόλα αυτά συνέχιζε η αδιαφορία (πράγμα σπάνιο), εξαπολύονταν τα βαρύτατα ευρηματικά αντίποινα (σκωπτικά δίστιχα):
Σε τούτ᾿ το σπίτι πού ‘ρθαμε, γιουμάτου καλιακούδια
τα μ’σά γιννούν, τα μ’σά κλουσσούν, τα μ’σά τσ’ βγάζουν τα μάτια!!!
Αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρεις,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώχνουν!!!
Πόρτα-πόρτα πήγαινε η κάθε ανέμελη νεανική κουστωδία όλη τη νύχτα, δίνοντας μια φαντασμαγορική, χαρούμενη και πανηγυρική νότα στην πάντα συννεφιασμένη Βέροια.
Κι επειδή η εφηβική ζωηράδα και σκανταλιά δεν είναι «σημείο των καιρών», αλλά υπήρχε και υπάρχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της ηλικίας, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο κάποιος έφηβος καλυμμένος με «μαλλιότο» (κάπα βοσκού κατασκευασμένη από τραγόμαλλο) και φορώντας τρομακτική προσωπίδα, ώστε να μοιάζει με απόκοσμο πλάσμα, να εμφανίζεται ξαφνικά σε σκοτεινά σημεία κραυγάζοντας άγρια και χειρονομώντας επιθετικά.
[Στην κεντροδυτική Μακεδονία έδιναν στους νεαρούς αυτούς ταραξίες των Χριστουγέννων το προσωνύμιο «Κόλιας»]
Ο «Κόλιας» λοιπόν ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των κολιντάρηδων, γιατί φοβερίζοντάς τους προσπαθούσε να τους αρπάξει τα κόλιντα, που είχαν συγκεντρώσει με τόσο «κόπο». Γι’ αυτό ο αρχηγός της ορτακιάς, εκτός από δίκαιος στη μοιρασιά, έπρεπε να είναι και ψυχωμένος, ώστε να μπορεί να ανταλλάξει μερικές μπαστουνιές με τον επίδοξο άρπαγα…
Τα ξημερώματα συνέχιζαν το πανηγύρι τα πολύ μικρά παιδιά, εκείνα που δεν είχαν την τόλμη ή την πατρική άδεια να βγουν στο δρόμο μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. «Με τις σάκκες κρεμασμένες από το λαιμό και καλά μπουρμπουλιασμένα για να μη κρυώσουν και αρπάξουν τη φλουέντσα, και αντί για γουρουνόπουλο ή μισίρκο καπαμά με κυδώνια και γλυκά δαμάσκηνα θάπαιρναν το σουλφάτο και θάμεναν κρεβατωμένα χρονιάρες μέρες…» (Στέφανος Ζάχος, 1979, Αναμνήσεις ενός Βεροιώτη).
Αυτά πήγαιναν συνήθως σε συγγενείς, που τους έδιναν ένα ξυλάκι και τα οδηγούσαν στα τζάκια ή στις σόμπες τους. Εκεί έριχναν το ξυλάκι μέσα στην φωτιά και τραγουδούσαν τα «Κόλιντα μέλιντα». Έτσι θα έμπαιναν όλα τα καλά μέσα στο σπίτι. Μετά οι νοικοκυρές, αφού τα φίλευαν πλουσιοπάροχα: γλυκίσματα, μήλα, μανταρίνια, πορτοκάλια, σύκα, καρύδια, κάστανα, κολλίκια (από το αρχαιοελληνικό «κόλλιξ ή κολλίκιον» μικρά στρογγυλά ψωμάκια αλειμμένα με ζαχαρόνερο ή μέλι), τους έδιναν κι ένα μικρό χρηματικό φιλοδώρημα.
Φεύγοντας τα μικρά παιδιά ευχαριστημένα από την περιποίηση, ανταπέδιδαν τραγουδώντας:
(…) Ν’ ανοίξουνε οι πόρτες σας να μπει ο πλούτος μέσα
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι !!!
Για να αποδίδουμε «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», τα περισσότερα έθιμα της παραμονής των Χριστουγέννων της Βέροιας φαίνεται να έχουν προέλευση από τους Αρμάνους Βλάχους κατοίκους της. Υιοθετήθηκαν (λόγω της ευσχήμονης και χαριτωμένης ατμόσφαιρας που διέχεαν) από τους αστούς «Γκραίκους» κι ενσωματώθηκαν ως ενιαίο στοιχείο του βεργιώτικου πολιτισμού.
Η αξιέπαινη προσπάθεια αναβίωσης του εθίμου από την «Κίνηση Πολιτών Κυριωτίσσης»!!!
Χαρούμενα κι ευλογημένα Χριστούγεννα να έχουμε όλοι, αγαπητοί φίλοι! Και του χρόνου!!!