Του Ιερέως
Παναγιώτου
Σ. Χαλκιά
Οι Έλληνες, φίλοι αναγνώστες, είχαν έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα, από τα πανάρχαια χρόνια. Αυτό συμπεραίνεται από δύο βασικές επισημάνσεις της θρησκειολογικής έρευνας.
Η πρώτη έχει σχέση με το Δωδεκάθεο του Ολύμπου, του οποίου το μεταφυσικό υπόβαθρο είναι ο ενοθεϊστικός πολυθεϊσμός. Δηλαδή, η πίστη ότι: πέρα και πάνω από τον φυσιολατρικό πολυθεϊσμό υπάρχει η έννοια της μονοθεΐας, όπως την υποδηλώνει και η φράση: «Ανάγκα και θεοί πείθονται». Η μονοθεϊστική αυτή αντίληψη έλαβε πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα με τη διακήρυξη του πλατωνικού Σωκράτη, για την ύπαρξη ενός μόνου Θεού.
Η δεύτερη επισήμανση έχει σχέση, αφενός μεν, με τις πανελλήνιες θρησκευτικές γιορτές, αφετέρου δε, με ασκληπιεία, στα οποία κατέφευγαν οι ασθενείς με τη βεβαιότητα ότι θα θεραπευθούν. Στο Ιερό της Επιδαύρου έχουν βρεθεί σχετικές πινακίδες και «επιγραφές ιαμάτων».
Στο παρόν, όμως, άρθρο, θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο Νεοέλληνα, ο οποίος συνεχίζει να έχει άμεση σχέση με τη θρησκεία. Αυτό σημαίνει ότι τα στοιχεία της θρησκευτικής παράδοσης εξακολουθούν να διαποτίζουν τη ζωή του. Και αυτό γιατί η παράδοση δεν έχει μουσειακό χαρακτήρα και περιεχόμενο, αλλά συντίθεται από δοκιμασμένες χρονικά αξίες και αρχές, που προσδιορίζουν την προσωπικότητα του Νεοέλληνα χριστιανού. Η εθνικοθρησκευτική του ταυτότητα είναι μία θαυμάσια σύνθεση και σύνδεση στοιχείων, που παραπέμπουν στην ουσία του διπολικού αυτού πολιτικού επιτεύγματος.
Η ιστορική διαδρομή της ελληνικής φυλής με την κατάληξή της στο σύγχρονο Νεοέλληνα, έδωσε εξετάσεις πολλές φορές και απέδειξε περίτρανα τη γνήσια θρησκευτικότητά της. Στα τελευταία χρόνια, η εκδήλωση του θρησκευτικού συναισθήματος των Ελλήνων γνώρισε ποικίλες διακυμάνσεις με δύο χαρακτηριστικές φάσεις. Η μία σχετίζεται με την έκφρασή του σε δύσκολες στιγμές για το Νεοέλληνα. Είναι οι στιγμές εκείνες που η πατρίδα μας έχει εμπλακεί στη δίνη των δύο Παγκόσμιων Πολέμων παρά τη θέλησή της. Τότε αναζήτησε και βρήκε στήριγμα και ενίσχυση την Εκκλησία. Ένιωσε τη ζωντανή και λυτρωτική παρουσία της στα πρόσωπα της Παναγίας και των αγίων.
Η άλλη φάση σχετίζεται με τις έντονες εκδηλώσεις του θρησκευτικού συναισθήματος των Νεοελλήνων κατά τις μεγάλες γιορτές και θρησκευτικές πανηγύρεις. Ο συνδετικός κρίκος των συμμετεχόντων σε αυτές τις εκδηλώσεις είναι η πίστη στο Θεό και ο σεβασμός στα ιερά πρόσωπα.
Υπάρχει, βέβαια, ο κίνδυνος της αλλοίωσης του θρησκευτικού συναισθήματος του Νεοέλληνα, ο οποίος ζει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της αλματώδους επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου. Εάν σε αυτά προσθέσουμε και τον υλιστικό ευδαιμονισμό, που αποτελεί τον κύριο στόχο του σύγχρονου ανθρώπου, τότε αντιλαμβάνεται κανείς πόσο και πώς δοκιμάζεται η θρησκευτικότητα του Νεοέλληνα.
Είναι ανάγκη να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι η Εκκλησία του υπενθυμίζει τακτικά την αξιολογική προτεραιότητα των πνευματικών αγαθών με τις προτροπές: «τα καλά αι συμφέροντα ταις ψυχαίς υμών» και «άνω έχωμεν τας καρδίας». Ποιος μπορεί να αρνηθεί τη σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα της εφαρμογής αυτών των θέσεων; Η εποχή μας, με τις κάπως περίεργες και συγκεχυμένες ιδέες και συνθήκες ζωής, δεν επιτρέπει τον εφησυχασμό, την αδιαφορία ή την αναβολή. Η γνήσια θρησκευτικότητα του Νεοέλληνα, βαθιά ριζωμένη στην ελληνοχριστιανική παράδοση, είναι ανάγκη να μείνει ανόθευτη από τις αρνητικές επιρροές του περιβάλλοντος.
Το ζήτημα, φίλοι αναγνώστες, αφορά όλους και η σχετική πρόσκληση δραστηριοποίησης απευθύνεται στον καθένα μας.