Σας το είχα υποσχεθεί και πιστός στον λόγο μου έρχομαι να ασχοληθούμε, αρχής γενομένης από σήμερα, με κάποια χωροταξικά θέματα της πόλης μας. Ας αρχίσουμε λοιπόν με μια γενική «φωτογραφική» άποψη της Βέροιας στις αρχές του 18ου αιώνα …
Αντικρίζοντας για πρώτη φορά τη Βέροια ο Adolf Hermann Struck το 1902 εντυπωσιάστηκε από την πανοραμική θέση της, τα τρεχούμενα νερά και την ιδιόμορφη οικοδομική διαμόρφωσή της: «Από το σημείο που βρισκόμαστε βλέπει κανείς να ξαπλώνεται προς τα κάτω δεξιά και αριστερά μας ένα πολυδαίδαλο δίκτυο από στενά σοκάκια. Τα δε σπίτια κολλητά το ένα με το άλλο, με τον επάνω όροφο να προεξέχει, μας προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση σε ότι αφορά την σταθερότητά τους. Αυτό πάλι οφείλεται στο γεγονός ότι οι χαμηλοί όροφοι είναι χτισμένοι από κίτρινη χονδρόκοκκη πορόπετρα…». Περιγράφει εντυπωσιασμένος, όπως θα καταλάβατε, τον μακεδονικό ρυθμό αρχιτεκτονικής, ο οποίος, σύμφωνα με ειδικούς του θέματος, πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 17ου αιώνα στην Βέροια και την Καστοριά, ενώ αργότερα επηρέασε και τα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα της Μακεδονίας.
Τα βασικά στοιχεία ενός σπιτιού ήταν το ισόγειο, χτισμένο με χοντρούς πέτρινους τοίχους, πάχους έως 1 μέτρο, με λιγοστά μικρά ανοίγματα και οι φτιαγμένοι από ελαφρύτερα υλικά όροφοι (ένας ή και δύο), που είχαν μεγάλα ανοίγματα και στηριζόταν με ξύλινους δοκούς στο ισόγειο, προεξέχοντας προς τον δρόμο (τα «σαχνισιά»). Η εξωτερική τοιχοποιία των ορόφων συνήθως γινόταν με ωμόπλινθους, ενώ η εσωτερική με διπλό ξύλινο πλέγμα που γέμιζε με λάσπη (ο λεγόμενος «τσατμάς»). Στην εξωτερική αρχιτεκτονική ξεχώριζαν ακόμη οι φαλτσογωνίες με τους σταλακτίτες, τα «μπουχαριά», η εξωτερική δηλαδή διαμόρφωση των τζακιών, οι προεξέχουσες με ξύλινα φορούσια «αστραχές» της στέγης και τα ιδιόρρυθμα «ηλιακά» (υπερυψωμένα τμήματα της στέγης ανοιχτά τριγύρω), που μαζί με τα τεράστια σιδερόφραχτα παράθυρα ήταν για το σιργιάνι των γυναικών, των οποίων η κοσμική ζωή περιοριζόταν μεταξύ σπιτιού και εκκλησίας.
Άποψη από το εσωτερικό του αρχοντικού Σαράφογλου
Τα υπόγεια χρησίμευαν κυρίως ως αποθηκευτικοί χώροι. Στο ισόγειο βρισκόταν απαραιτήτως η εσωτερική αυλή με βοτσαλόστρωτα δάπεδα και διαδρόμους (παρέπεμπαν στα αρχαία μακεδονικά ψηφιδωτά δάπεδα), ο χώρος εργασίας και κάποιοι βοηθητικοί χώροι, στάβλοι και αποθήκες.
Στους ορόφους υπήρχαν οι «οντάδες» τα δωμάτια διαμονής-ύπνου με τις χαρακτηριστικές «μουσάντρες» (μεγάλες εντοιχισμένες ντουλάπες), περιφερειακά ενός ανδροκρατούμενου κατά κύριο λόγο μεγάλου κεντρικού χώρου υποδοχής και διασκέδασης, το «τζαμεκιάν» ή ο «δοξάτος». Οι καθημερινές οικογενειακές συγκεντρώσεις γινόταν σε ένα υπερυψωμένο δευτερεύον καθιστικό (το «μιντέρι»), συνήθως διαχωρισμένο από τον «δοξάτο» με ξύλινα κιγκλιδώματα και καφασωτά πλέγματα, πίσω από τα οποία κρυφοκοιτούσαν τα κορίτσια τα απαγορευμένα γι’ αυτά γλέντια των ανδρών. Μια ξύλινη φαρδιά σκάλα, η οποία κατέληγε πάντοτε στον κεντρικό χώρο υποδοχής, ήταν ο σύνδεσμος ισογείου και ορόφων.
Σε αντίθεση με την απλότητα όσον αφορά στη λειτουργία των χώρων, όλα τα δωμάτια είχαν ιδιαίτερη διακόσμηση με τοιχογραφίες, ξυλόγλυπτες οροφές και εξίσου περίτεχνα έπιπλα.
Απόψεις από την αυλή του αρχοντικού Σαράφογλου
Είναι ευνόητο ότι σ’ αυτήν την πολύ γενική περιγραφή του βεροιώτικου σπιτιού θα πρέπει να συνυπολογίσει ο κάθε αναγνώστης τη σχετική διαφοροποιητική διαβάθμιση ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του κάθε ιδιοκτήτη. Τα «αρχοντικά» ανήκαν σε μεγαλέμπορους ή μεγαλοκτηματίες, ενώ τα «νοικοκυρόσπιτα» σε βιοτέχνες, μικρομεσαίους κτηματίες και εμπόρους τοπικής εμβέλειας.
Άποψη από το εσωτερικό του αρχοντικού της Ρακτιβανούδας
Φτωχότερα ή πλουσιότερα στην κατασκευή τους τα σπίτια, ήταν χτισμένα σε πυκνές ομάδες γύρω από κάποια εκκλησία και όπου στα ενδιάμεσα δεν υπήρχε τοίχος σπιτιού, υψωνόταν ψηλός πετρόχτιστος αυλόγυρος. Το οικοδομικό σύνολο απέπνεε εξωτερικά μια φρουριακή ατμοσφαιρική αίσθηση, την οποία επέτειναν οι ενισχυμένες με πλατυκέφαλα «γυφτόκαρφα» πολύ βαριές, δίφυλλες πόρτες, με τις εσωτερικές σιδερένιες αμπάρες τους και τα παραπόρτια της κρυφής εσωτερικής επικοινωνίας από αυλή σε αυλή, οι περιβόητες «απάνοιξες».
Στην είσοδο της οικίας Βλαχογιάννη - κατ’ άλλους οικίας Χριστοδούλου. (Αρχείο: Ελ. Ρέπα)
Επιβάλλεται λοιπόν να «δούμε» το βεροιώτικο σπίτι ενταγμένο μέσα στο γενικότερο περιβάλλον του, σε συνδυασμό ακόμη και με το επίσης πετρόχτιστο απέναντι γειτονικό του σπίτι, του οποίου τη στέγη μοιάζει να ακουμπά, αφήνοντας ορατή στον οδοιπόρο του ενδιάμεσου στενού καλντεριμιού μόνο μια στενή λωρίδα ουρανού …
(Συνεχίζεται)