Τα μάτια που έβλεπα με ξέχασαν...
ΤΙΠΟΤΑ δεν φαίνεται πια μέσα σε τόσα ΤΙΠΟΤΑ.
Κι` αν το πεις,
μην το πεις.
Φανάρια που έσβησαν,
στις λεωφόρους των ΠΟΛΛΩΝ ΠΕΡΙΠΟΥ
του Κόσμου.
«Εμφιαλωμένες μέρες» στέκουν απέναντι.
Περιμένουν τις απαρηγόρητες δεκαετίες,
μπρος στα γραφεία παραπόνων.
Ζητούν αποζημίωση για την πικρή τους μνήμη.
Λέγανε,
ποιός φταίει που ζει μόνο μια μέρα η μέρα,
πριν προλάβει να δώσει
διεύθυνση, θρήσκευμα, έτος γεννήσεως;
που λέει η Κική,
…ποιος διευθύνει τον ανεμιστήρα
της πραγματικότητας; λέγανε..
Τι είναι κι` αυτό!
Να πηγαίνεις εσύ διαβασμένος στην Άνοιξη
κι` αυτή νάχει ξεχαστεί στην Ιλιάδα της.
Κι` έπειτα
όλοι αυτοί ,
οι εξημερωμένοι, οι νομοταγείς,
οι απερίσκεπτοι, οι φουκαράδες, οι επιπλοποιοί,
τι να κάνουν μπρος στα «ΑΥΡΙΑΝΑ
του ΚΟΣΜΟΥ»;
Βρήκα τον Στέφανο που ήθελε να ξεχάσει την
Χριστίνα
τον Πάνο που ήθελε να θυμηθεί την Φωτεινή
την Βεατρίκη που ήθελε να «εξορίσειι»
τη μνήμη της.
Μια πίκρα ταξιδεύει τα βλέμματα της Κυριακής,
μια καληνύχτα στο πρόσωπο του Κόσμου.
Εξείχε αυτός απ` τους άλλους λέγανε . Εξείχε !
Γι` αυτό και τον έπιανε η βροχή…
Γιάννης Ναζλίδης