Ούτε ήρθες μια φορά να με κοιτάξεις,
να με ρωτήσεις πού ξέχασα την μνήμη μου,
ποιές αγαπούσα τριανταφυλλιές
γιατί τα χείλια μου τα δάγκωνα ως να ματώσουν;
Μ` άφηνες μόνο στο δωμάτιο
με σβησμένη τη σόμπα
με απορημένα αισθήματα για τον κόσμο
και χαμένα τα τερλίκια μου στα παραμύθια.
Ούτε θυμήθηκες,
την γιορτή των γενεθλίων μου,
προς τα πού με πηγαίνει η ηλικία μου,
πόσα κεριά θα σβήσει ο χρόνος
ποια απ` τα δάκρυά μου
θα καταταγούν στα αξιοπρόσεχτα…
Είναι καιρός
που άλλαξε σκέψη το φθινόπωρο.
Που ξανασκέφθηκε
την πτωτική εκστρατεία των φύλλων
με τους αγέρηδες
τα αγροτικά σπίτια με τους καπνοδόχους
τους θάμνους
που κρατούν μνήμες ερωτευμένων.
Ούτε ήρθες να με δεις.
Που δεν με μιλά άλλο ο Άγιο Βασίλης
που δεν μου φέρνει δώρα,
που βλέπω τόσο κοντά την «Απομάκρυνση»
τους στεναγμούς να προπορεύονται
και στην ψυχή μου
να μην φθάνει κανείς
ούτε δια ξηράς ούτε δια θαλάσσης
που λέει η κυρία Δημουλά.
Ούτε ήρθες να με δεις.
Μονάχα το φεγγάρι με παρηγορεί.
Το χάρτινο του Χατζιδάκη…
Γιάννης Ναζλίδης