Του ιερέως
Παναγιώτου
Σ. Χαλκιά
Μου έχουν διηγηθεί, φίλοι αναγνώστες, πως όποιος Έλληνας επισκεφθεί το Λονδίνο, στ’ αλήθεια εκπλήσσεται από την πατροπαράδοτη αρετή των Άγγλων. Τη συνέπεια και την ακρίβεια. Πηγαίνει στη στάση του λεωφορείου και διαβάζει στην πινακίδα ότι θα περάσει στις 12.32΄. Πράγματι, στην ακριβή ώρα το λεωφορείο σταματάει μπροστά του κατανικώντας όλο το κομφούζιο, που είναι φυσικό να δημιουργείται σε μια σύγχρονη πόλη των δέκα εκατομμυρίων.
Το ίδιο είχε διαπιστώσει και ο γράφων, όταν προ ετών είχε επισκεφθεί μια άλλη πόλη: Το Μόναχο. Θα ταξίδευε από το Μόναχο στη Νυρεμβέργη με τραίνο. Έλεγε το πρόγραμμα: ώρα αναχωρήσεως της αμαξοστοιχίας 12.12΄. Κοίταξε (ο γράφων) το ρολόϊ του. Ακριβώς στις 12.12΄ η αμαξοστοιχία αναχωρούσε. Το ίδιο συνέβη και με την άφιξή της στη Νυρεμβέργη. Ακριβώς στην ώρα της.
Εδώ, θα επιτρέψετε, φίλοι αναγνώστες, στον γράφοντα, ν’ ανοίξει μια παρένθεση, για να καταθέσει άλλη μία σχετική εμπειρία.
Έζησε (ο γράφων) 24 περίπου χρόνια κοντά στον μακαριστό Μητροπολίτη κυρό-κυρό ΠΑΥΛΟ (Γιαννικόπουλο). Από την Παρασκευή το μεσημέρι, έλεγε: «Παππούλη, την Κυριακή το πρωί 7.15΄ να είσαι εδώ, θα πάμε κάπου να λειτουργήσουμε (ποτέ δεν έλεγε που). Ο γράφων από τις 7.00 το πρωί, ήταν με τα άμφιά του στη Μητρόπολη, καθώς και ο οδηγός. Μόλις το ρολόϊ έλεγε: 7.15΄, άναβαν τα φώτα της σκάλας και ο μακαριστός κατέβαινε. «αιωνία του η μνήμη». Κλείνει η παρένθεση.
Αν θελήσει να ερευνήσει κάποιος τις καταβολές αυτής της αρετής των Άγγλων και των Γερμανών, θα δει ότι η οικογένεια, το σχολείο, οι οργανώσεις, οι κοινωνικές εκδηλώσεις, το κράτος, τα πάντα διακρίνονται γι’ αυτή τους την ακρίβεια και συνέπεια.
Αναφέρομαι στα παραδείγματα, κυρίως, αυτά, για να τα αντιπαραθέσω στην Ελληνική πραγματικότητα. Διαμετρικά αντίθετες οι δικές μας αντιλήψεις, η νοοτροπία μας, οι συνθήκες μας. Φανερώνουν όλα ένα λαό που ακόμη δεν κατάφερε, δυστυχώς, να αποβάλει τις ανατολίτικες μειονεξίες και κουτοπονηριές.
Θα ‘λεγε κανείς πως η ασυνέπεια στην πατρίδα μας αποτελεί καθολικό γνώρισμα της ατομικής και κοινωνικής μας ζωής. Και όχι μόνο αυτό. Το χειρότερο! Συναγωνιζόμαστε ποιος θα φανεί πιο ασυνεπής. Γι’ αυτό κα θα ήθελα να χαρακτηρίσω την ασυνέπεια «εθνικό σπορ». Γιατί, ενώ θα έπρεπε από όλους μας να επισημανθεί ως μια από τις βασικές μειονεξίες μας, εντούτοις, όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό, αλλά αντίθετα, τον συνεπή άνθρωπο τον θεωρούμε αφελή και σχολαστικό. Εν ονόματι μιας παρεξηγημένης ελευθερίας, επιδιδόμαστε με μανία στο σπορ της ασυνέπειας.
Σε καλούν λ.χ. στις οκτώ σε μια διάλεξη. Είναι δείγμα ανωτερότητας να πας στις 8.30, αφού γνωρίζεις ότι στην Ελλάδα ποτέ δεν θ’ άρχιζε μια διάλεξη στις 8 ακριβώς. Τα εισιτήρια και τα προγράμματα των θεάτρων, μας ειδοποιούν ότι η παράσταση αρχίζει στις 9 ακριβώς. Και το «ακριβώς» μετατίθεται, στις 10. Τί να πει κανείς για τις συγκοινωνίες μας. Εκεί πια επικρατεί χάος! Το «ακαδημαϊκό τέταρτο» και κάτι παραπάνω είναι το απαραίτητο δικαιολογητικό μιας κοινωνικής επιδημίας ασυνέπειας και ανακρίβειας.
Κι αυτή η νοοτροπία περνάει σ’ όλους τους τομείς της ζωής μας, πλειοδοτεί στη χαλάρωση και οδηγεί τελικά στην πλήρη αποδιοργάνωση.
Υπάρχει ελπίδα θεραπείας; Αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι όχι μόνο διδασκόμαστε έμπρακτη την ασυνέπεια ως μοναδική μέθοδο ζωής, αλλά χλευάζουμε και αυτούς που αγωνίζονται για να είναι συνεπείς, δεν μπορούμε να αισιοδοξούμε.