Δεν άφηνε ευκαιρία ο αείμνηστος καθηγητής μας Γιάννης Μωραλίδης (ευγνώμονες όλοι εμείς που είχαμε την τύχη να είμαστε μαθητές του!!!) που να μην μας αναλύσει την ετυμολογία της ονομασίας της πόλης μας. Πέρασαν σχεδόν 40 χρόνια, αλλά, όποτε ξανασμίγει η παλιοπαρέα, πάντοτε μνημονεύουμε το πάθος με το οποίο μας δίδασκε: «Βέροια, γνήσιο ελληνικό όνομα, σύνθετο από την προσωπική αντωνυμία γ΄ προσώπου σfεε και το ρήμα ρέω. Η κατάληξη –ροια, παράγωγο του ρήματος ρέω, προσδίδεται σε πόλεις πλούσιες σε υδάτινα αποθέματα. Σημαίνει επομένως: πόλη που έχει δικό της ποτάμι».
[Τα επανέφερε στη σκέψη μου ο «συνήθης
ύποπτος» Μάκης Δημητράκης ξαναδιαβάζοντας το άρθρο που είχε γράψει στις 10 Νοεμβρίου 2018: «Θύμησες και
σκέψεις - Βέροια… Νερά… Βρύσες». Έρχομαι
λοιπόν σήμερα με τη σειρά μου να συνεχίσω από εκεί που αυτός το άφησε…].
Οι εικόνες και οι ήχοι αυτών των τρεχούμενων
νερών δεν άφησαν ασυγκίνητο κανέναν από όσους την επισκέφτηκαν στο παρελθόν:
«Όταν κάποιος κατέβει από το βουνό και πλησιάσει τον Πύργο του Ρολογιού, εντυπωσιάζεται από τα νερά που
αναβλύζουν από όλες τις πλευρές, διαχωρίζονται, ξανασυναντιούνται στη μέση των
κήπων, εξαφανίζονται ξαφνικά και κελαρύζουν αόρατα κάτω από τις συκιές και τις
ροδιές, και στην συνέχεια, μερικά βήματα πιο μακριά, ξεχύνονται με θόρυβο από
ένα άνοιγμα του τοίχου και πλημμυρίζουν το δρόμο από τον οποίο θα περάσετε»,
έγραφε ο Alfred Delacoulonche, όταν την επισκέφτηκε το 1855.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1902, ο Adolf Struck περιέγραφε: «Τρία ποτάμια πηγάζουν από τις πλαγιές του
(εννοεί το Βέρμιο όρος) και εφορμούν προς την πόλη δημιουργώντας καταρράκτες
που παράγουν το γνωστό θόρυβο του
ορμητικά τρεχούμενου νερού, και αυτό το
νερό αφού διοχετευτεί σε άπειρα
κανάλια που ρέουν εντός και πέριξ της
πόλης και θέτουν μύλους σε κίνηση , καταλήγει στα χαμηλότερα, για να
χρησιμοποιηθεί στην άρδευση των μπαξέδων και των χωραφιών».
Αυτή η αφθονία των υδάτων είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη βιοτεχνίας στην πόλη της Βέροιας από τους βυζαντινούς χρόνους, σύμφωνα με τον Γ. Χιονίδη και ο William Martin Leake μας μεταφέρει μια εικόνα του 1835: «Το βιοτεχνικό κομμάτι του πληθυσμού μεταποιεί την κάνναβη και το λινάρι που καλλιεργούνται στους πρόποδες του βουνού και μ’ αυτά κατασκευάζουν πουκαμίσες και πετσέτες, ιδιαίτερα τον μακραμά ή μεγάλες πετσέτες που χρησιμοποιούνται στα δημόσια λουτρά και οι οποίες έχουν μεγάλη ζήτηση σε όλες τις τουρκικές πόλεις. (…) Σε πολλούς από τους νερόμυλους γύρω από την πόλη τελειοποιούνται τραχιά μάλλινα και χαλιά, που κατασκευάζονται στα γύρω χωριά ή από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.».
[Σχετικές περιγραφές μπορεί να διαβάσει
ο ενδιαφερόμενος στο έργο του συμπολίτη μας Γιώργου Λιόλου «Η Βέροια των
περαστικών» που πρόσφατα εξέδωσε η Εφορία Αρχαιοτήτων Βέροιας]
Υπολογίζεται ότι τον 17ο αιώνα υπήρχαν ως και
300 νερόμυλοι (διαφόρων ειδικοτήτων) κατασκευασμένοι
στη σειρά, με τρόπο ώστε τα νερά να τρέχουν από τον έναν στον άλλο και να
γυρίζουν τις φτερωτές τους. Αργότερα, τον 18ο και 19ο
αιώνα, ανεγέρθηκαν και λειτούργησαν κάποια μικρά εργοστάσια μεταξουργίας,
υφαντουργίας, νημάτων και αλευρόμυλοι, προσφέροντας εργασία σε αρκετά μεγάλο
αριθμό εργαζομένων. Το σημαντικότερο
βιομηχανικό συγκρότημα, το νηματουργείο βάμβακος «Σωσσίδη» από το 1926, με τη
βοήθεια Γάλλων τεχνικών, επέκτεινε τις δραστηριότητές του στην παραγωγή
ηλεκτρικού ρεύματος. Σύντομα μετασχηματίσθηκε σε Υδροηλεκτρικό Εργοστάσιο με
την επωνυμία «Βέρμιον». Ανέλαβε μάλιστα την ηλεκτροδότηση όλης της Βέροιας και τον
νυχτερινό φωτισμό των δρόμων της!!!
Μέχρι και στη δική μου γενιά είναι εντονότατες οι μνήμες τουλάχιστον της υδάτινης διαδρομής που ξεκινούσε από την τοποθεσία «Παπάκια», κατευθυνόταν προς το 3ο Δημοτικό σχολείο κι από εκεί κατηφόριζε δίπλα από τη σημερινή οδό Θωμαΐδη μέχρι την οδό Πιερίων. Ήταν κάποτε η κινητήριος δύναμη για τον αλευρόμυλο του Σαρόγλου, το νεροτριβείο των Τσιγκογιάννη-Κότσυφα, τους αλευρόμυλους του Οικονομίδη, του Αποστολίδη και του Μάρκου, τον σουσαμόμυλο του Σαράφογλου… Στον παιδικό νου, οι ήχοι από τα ορμητικά νερά συνυφαίνονταν με την έντονη βλάστηση αγριοσυκιών και την βλοσυρότητα των κάθετων βράχων της βάσης του νοτιοανατολικού τείχους, που την μετρίαζε μόνο η διάσπαρτη ευωδία από το ταχίνι και τον χαλβά!!!
Είχε βέβαια και τις αρνητικές πτυχές του το θέμα, με κυριότερη ίσως την ακαταλληλότητα του συστήματος της απορροής όλου αυτού του όγκου των υδάτων που διακλαδίζονταν σε όλη την πόλη (οι γνωστές στους παλαιότερους μπουντουβάγιες). Έτσι την Κυριακή 23 Νοεμβρίου του 1924 (από τη στήλη «πινακίδες» της τοπικής εφημερίδας Αστήρ) ο Ι. Γούναρης καυτηρίαζε: «Η λάσπη των οδών αναγκάζει τους συνδημότας του κ. Μάρκου να βαδίζουν διά των πεζοδρομίων, αλλά διερχόμενοι κινδυνεύουν να πέσουν και γκρεμισθούν συνεπεία των ευρισκομένων ημικατεστραμμένων ανοικτών καταπακτών δι ων διοχετεύεται το εν χρήσει ακάθαρτον ύδωρ. Δεν φρονεί ο κ. Δήμαρχος ότι επιβάλλεται εις τον Δήμον να διορθώση ταύτας ή να καλέση τους ενδιαφερομένους και επιδιορθώσωσιν ταύτας; Ναι ή όχι;».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 οι περισσότερες υδροκίνητες
βιοτεχνικές εγκαταστάσεις έπαψαν να λειτουργούν. Στην οικονομική συγκυρία
προστέθηκε η «έξαψη της τσιμεντοποίησης» των πάντων. Χάθηκε λοιπόν σιγά σιγά η
ευωδία των λαδομύλων και δεν άργησε να σβήσει κι ο ήχος των τρεχούμενων νερών
που την χαρακτήριζε! Τέλος εποχής…
Το μοναδικό αφιέρωμα-ενθύμιο αυτής της λαμπρής για την πόλη μας περιόδου είναι το μικρό πάρκο στο τρίγωνο που οριοθετούν οι σημερινές οδοί Κολοκοτρώνη, Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, που να σημειώσουμε είναι σχεδόν αόρατο από την ανατολική του πλευρά, καθώς αυτή καταλαμβάνεται μονίμως από σταθμευμένα αυτοκίνητα. Ποιος όμως από τους νεότερους συμπολίτες μας γνωρίζει ότι στη θέση του υπήρχε ο ονομαστός αλευρόμυλος του Αποστολίδη; Ποιος άραγε μπορεί να καταλάβει ότι το λιγοστό νερό που τρέχει από μια τρύπα του τσιμεντένιου τείχους αντιστήριξης της οδού Κολοκοτρώνη είναι το μοναδικό μνημείο υδροκίνησης που ανέγειρε ο Δήμος μας;
Πηγή φωτογραφιών: Ομάδα Παλιές Φωτογραφίες Βέροιας
Μήπως πρέπει οι τοπικοί μας άρχοντες
να παραδειγματιστούν από τη γειτονική μας Νάουσα στο θέμα; Νομίζω, η σύγκριση
είναι συντριπτικά υπέρ της … Δεν συμφωνείτε;;;