Τι ώρα να περνούν τα πουλιά για τη δύση;
Τι τάχα να μαρτυρούν;
Θα προλάβουν όλα,
ή τα ερωτευμένα θα καθυστερήσουν;
Έτσι σκεφτόταν τα κορίτσια,
που καθισμένα στις σκάλες
με τις γλάστρες του βασιλικού,
ζήταγαν χορηγίες του αέρα
παρακαλώντας τον με λυπημένες λέξεις…
Πόσο έμοιαζαν με την ατμόσφαιρα
της γιαγιάς μου της Εφημίας που
έπαιζε με τα δάχτυλά της…
Που άλλοτε μπερδεύονταν, άλλοτε ξελύνονταν,
άλλοτε ανακάτευαν τον καιρό
κι` έπειτα ησύχαζαν
σαν άρχιζε το παιχνίδι της μνήμης.
Κάποτε «πέρασαν» αγριολούλουδα κι` απ` την έρημο...
σκεφτόταν.
Τότε,
που με κοντή φούστα και πέδιλα,
«υλοτομούσε» τα αειθαλή των αναμνήσεών της.
Τι ώρα να περνούν τα πουλιά για την δύση;
Ποιος γνωρίζει το ωράριο των ουρανίων;
Συνεπαρμένα απ` την ασημένια βροχή,
υπολογίζοντας την υγρασία του Οκτωβρίου
λέγανε στις ορτανσίες τα κορίτσια
λόγια παρηγοριάς,
καθισμένα στις σκάλες
όπου
έβαζαν τις τελευταίες τελείες στις σκέψεις τους.
Τι ώρα να περνούν τα
πουλιά για την δύση;
Το λίγο του κόσμου,
πόσες φορές χωρά στο χάρτινο το φεγγαράκι αναρωτιόταν
η υγρασία των ματιών τους!
Γιάννης Ναζλίδης