Η επέτειος του «ΟΧΙ», οι πεσόντες του 1940-1941, το όνειρό του για το μνημείο που επιθυμούσε να αναγερθεί με τα ονόματα των ηρώων, μας θυμίζουν αυτές τις ημέρες τον αγαπητό «Επίκαιρο», τον αείμνηστο Ορέστη Σιδηρόπουλο. Λόγω της ημέρας αναδημοσιεύουμε ένα από τα χρονογραφήματά του που χαρακτηρίζουν και τον τρόπο γραφής του:
Η πρωτοβουλία του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών Ημαθίας να δημοσιοποιήσει τα ονόματα των Ημαθιωτών που έπεσαν στους εθνικούς αγώνες 1940-41 και να τιμήσει τη μνήμη τους προσεχώς με αρχιερατικό μνημόσυνο, ικανοποίησε τους συμπολίτες και ιδιαιτέρως αυτούς που έχασαν τον άνθρωπό τους στον πόλεμο εκείνο.
Συγχρόνως όμως ανέδειξε και κάποιες αδυναμίες της γραφειοκρατικής μηχανής των κεντρικών υπηρεσιών του κράτους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα (και μακάρι να είναι το μόνο) αποτελεί αυτό που προκύπτει από την επιστολή που φιλοξενώ σήμερα στη δημοσιογραφική μου στήλη, παραλείποντας για λόγους ευνόητους το όνομα του αποστολέως.
Το γράμμα έρχεται από την Αμερική και το στέλνει εκλεκτός ομογενής, που έχει στην ψυχή του πάντα την πατρίδα. Διαβάστε το:
«Αγαπητέ φίλε μου. Έσκυψα σήμερα και πάλι στο γράμμα σου με τα νέα της Βέροιας και ειδικώς αυτά που αναφέρονται από τα παιδικά μου χρόνια στην κατοχή, τότε που ο Ερυθρός Σταυρός χρησιμοποιούσε το κτίριο και προσέφερε συσσίτιο στα άπορα παιδιά της Βέροιας. Εγώ και τα αδέλφια μου, απολαμβάναμε κάθε μέρα για ένα και μισό σχεδόν χρόνο, τις εύγευστες σούπες που προσέφερε ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός υπό την επίβλεψη του αείμνηστου κυρίου Παπαδόπουλου και της στοργικής κυρίας Σούλας Μιρβέτ.
Διάβασα και το βιβλίο του Νίκου Καλλιγά και με συγκίνησε η γλαφυρή αφήγηση και οι παλαιές φωτογραφίες της πόλης. Θυμήθηκα τα χρόνια που έζησα στη Βέροια και με τη φαντασία μου περπάτησα στους δρόμους της πολιτείας.
Για το ζήτημα του πατέρα μου και του θείου μου: Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1905 στη Βέροια. Τον Οκτώβριο του 1940, αν και πολύτεκνος, παρουσιάσθηκε. Του έδωσαν ένα όπλο και τον έστειλαν στο μέτωπο.
Όπως μας είπαν αυτόπτες μάρτυρες, ο πατέρας μου τραυματίστηκε από οβίδα πυροβολικού στις 31 Δεκεμβρίου 1940. Πήρε 10 ώρες να τον μεταφέρουν στο 16ο ορεινό χειρουργείο σ’ ένα χωριό που λεγόταν Πέτροβα. Και την επόμενη μέρα, την 1η Ιανουαρίου, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, αναπαύθηκε.
Το μόνο που ξέρουμε είναι ο Ταχυδρομικός Τομέας: Τ.Τ. 518.
Κάπου στα αρχεία θα υπάρχει το όνομά του. Ένδειξη είναι το «Δίπλωμα Ευγνωμοσύνης» που μας χορήγησε η κυβέρνηση, το περίπτερο και η σύνταξη που δόθηκε στη μάνα μου καθώς και η μαρτυρία συμπολιτών.
Να ενημερώσεις τον κύριο Σούρλα και τον επικεφαλής των Εφέδρων αξιωματικών και πιστεύω πως αυτά και μόνο είναι αρκετά για να επιβεβαιώσουν πως ο πατέρας μου σκοτώθηκε σ’ ένα βουνό της Αλβανίας. Και να βάλουν το όνομά του στη λίστα των πεσόντων.
Το ίδιο ισχύει και με το θείο μου Κώστα, τον αδελφό του πατέρα μου που σκοτώθηκε 29 ημέρες μετά τον πατέρα μου, στο μέτωπο της Αλβανίας.
Η γιαγιά μου η Βασιλική και ο παππούς μου ο Τρύφων, έστειλαν τα τρία παιδιά τους, τον Βασίλειο, τον Κωνσταντίνο και τον Ευάγγελο στο μέτωπο. Μόνον ο θείος μου ο Βαγγέλης γύρισε πίσω. Θα είναι ντροπή για το έθνος μας εάν εξαιτίας αμέλειας κάποιου γραφιά στο Επιτελείο, παραληφθούν τα ονόματά τους από τη λίστα πεσόντων και από το μνημείο που κάποτε θα ανεγερθεί.
Με εγκάρδιους χαιρετισμούς
Ο φίλος σου Τ.»
(Και για την αντιγραφή: Ορέστης Σιδηρόπουλος)