Ανατρέχοντας στον τοπικό τύπο (θεωρείται ο καθρέφτης μιας κοινωνίας) διαπιστώνει κανείς έκπληκτος ότι η Βέροια των έντονων αλλά παράλληλα δημιουργικών αντιθέσεων και της πολυφωνίας, η οποία της προσέδιδε διαχρονικά τον χαρακτηρισμό της κοσμοπολίτισσας, ζει από το 1936 (επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά) βαλτωμένη μέσα στον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση και κυρίως μέσα σε μια φλύαρη, στείρα επίδειξη (υπό τύπο επιβεβαίωσης) νομιμοφροσύνη-εθνικοφροσύνη. Ο τοπικός τύπος δεν αφήνει να πάει χαμένη καμιά ευκαιρία για να υμνήσει την 4η Αυγούστου ως ημέρα «λυτρωμού της φιλτάτης πατρίδος από τον κομματισμόν» (!!!).
Μέσα σ’ αυτό το συννεφιασμένο, μουντό κλίμα η κοινωνία της πόλης μας ακούει να πλησιάζουν ολοένα από την κεντρική Ευρώπη τα τύμπανα του πολέμου, έως ότου (μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία στις 12 Απριλίου 1939) χτυπούν πια στην εξώπορτά της. Διαβάζει λοιπόν ο Βεροιώτης του 1940 τις τοπικές εφημερίδες και αντιλαμβάνεται πως από τα τέλη Ιουνίου η ψυχολογική πίεση και οι προκλήσεις της Ιταλίας προς την Ελλάδα επαναλαμβάνονται με αυξανόμενη σφοδρότητα. Μουσσολίνι και Τσιάνο παραπονούνται στον Χίτλερ ότι (δήθεν) δέχονται επιθέσεις από τους Άγγλους που εφορμούν από την Ελλάδα, ενώ ο Τσεζάρε Ντε Βέκκι, διοικητής της Δωδεκανήσου υποβάλλει διαρκώς ψευδείς αναφορές ότι το Αιγαίο είναι «σφηκοφωλιά βρετανικών πλοίων». Στις 10 Αυγούστου έρχεται να προστεθεί η ανακοίνωση για τη δολοφονία του Νταούτ Χότζα, ενός επικηρυγμένου ληστή καταζητούμενου για φόνους και ένοπλες ληστείες σε Ελλάδα και Αλβανία. Ο ιταλικός τύπος όμως τον παρουσιάζει ως «μεγάλο πατριώτη που δολοφονήθηκε από Έλληνες πράκτορες», αποκρύπτοντας υποκριτικά ότι τον είχαν σκοτώσει δυο Αλβανοί που καβγάδισαν μαζί του και οι οποίοι είχαν συλληφθεί. Όλο αυτό το διάστημα στην πόλη της Βέροιας επικρατεί η παγωνιά της αναμονής, η χαρακτηριστική «ηρεμία πριν το ξέσπασμα της καταιγίδας»…
Ώσπου στις 15 Αυγούστου το καταδρομικό «‘Ελλη» τορπιλίζεται από ιταλικό υποβρύχιο στο λιμάνι της Τήνου, όπου βρισκόταν για τους εορτασμούς της Μεγαλόχαρης. Αυτό το αποκορύφωμα υποκρισίας της φασιστικής ηγεσίας της Ιταλίας, αυτή η άνανδρη επίθεση την ξυπνά από τον λήθαργο και ανακτά την ξεχασμένη μεγαλοπρέπειά της!
Άμεσα και με συνοπτικές διαδικασίες, τη Δευτέρα 26 Αυγούστου, στα γραφεία του Εθνικού Εργατικού Κέντρου Βέροιας συνέρχονται όλοι οι πρόεδροι και οι γραμματείς των Σωματείων. Οι φορτοεκφορτωτές, οι αρτεργάτες, οι τυροκόμοι και οι φοροτεχνικοί αποφασίζουν να συνεισφέρουν κατά δύναμη με χρηματικά ποσά από κοινού για τη ναυπήγηση της «Νέας Έλλης». Την ίδια ημέρα οι ανάπηροι πολέμου Βέροιας, δια του προεδρείου τους, αποφασίζουν τη δική τους οικονομική συνεισφορά.
Οι οικοδόμοι και οι εργάτες-εργάτριες των εργοστασίων ανταποκρίνονται στην πρόσκληση, αλλά, ως φαίνεται, δεν έχουν τη δυνατότητα άμεσης οικονομικής συνεισφοράς. Μη αποδεχόμενοι όμως να φανούν κατώτεροι των περιστάσεων, αποφασίζουν: «να παρακληθούν οι διευθύνσεις τους και (κατά παρέκκλιση του νόμου) να τους δοθεί η δυνατότητα να εργαστούν την επομένη Κυριακή, ώστε να διαθέσουν τα ημερομίσθιά τους για την ενίσχυση του στρατιωτικού ταμείου».
Έτσι κι έγινε! Οι εργοδότες έκαναν με προθυμία αποδεκτό το αίτημά τους και την Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 1940 όλο το εργατικό δυναμικό της Βέροιας εργάστηκε προσφέροντας, από το υστέρημά του, το περίσσευμα της ψυχής του προς την πατρίδα, αναδεικνύοντας ότι η αγάπη προς την πατρίδα δεν επιβάλλεται, αλλά απορρέει από τα βάθη της καρδιάς!!!
Τις επόμενες εβδομάδες το παράδειγμά τους ακολούθησαν τα μέλη της Συντεχνίας Παντοπωλών Βέροιας υπέρ της αεροπορίας και ο ενθουσιασμός των Βεροιέων συμπαρέσυρε σε ανάλογες ενέργειες τους κατοίκους των γειτονικών πόλεων. Η φλόγα της προσφοράς προς την πατρίδα είχε ανάψει και εξαπλωνόταν πλέον από στόμα σε στόμα, από σπίτι σε σπίτι κι από χωριό σε χωριό.
Προλαβαίνοντας όσους πιθανόν θα χαρακτήριζαν τις πιο πάνω ενέργειες ως «υποταγμένη πιστοποίηση εθνικοφροσύνης» προς το δικτατορικό καθεστώς του Ι. Μεταξά, θυμίζουμε ότι το εργατικό δυναμικό της Βέροιας εκείνη την εποχή απαρτιζόταν κυρίως από πρόσφυγες, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία έτρεφαν ισχυρά φιλοβενιζελικά αισθήματα. Δεν είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι είχαν μεταλλαχθεί όλοι… Βρίσκοντας πειστικές δικαιολογίες θα μπορούσαν στην συγκεκριμένη περίσταση να απέχουν, χωρίς να έχουν συνέπειες.
Τι είχε συμβεί επομένως;
Συντελέστηκε στην ευρύτερη περιοχή της πόλης μας ακριβώς αυτό που επισήμανε στα απομνημονεύματά του ο τότε πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, ο Εμανουέλε Γκράτσι: «Το έγκλημα της Τήνου είχε ως αποτέλεσμα, για να μην πω έκανε το θαύμα, να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και Βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου, πείστηκαν πως ένα μόνο αδυσώπητο εχθρό έχει η Ελλάδα: Την Ιταλία. Και πως θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπιστεί ο εχθρός με ανδρισμό παρά να υποχωρήσει το ελληνικό έθνος μπροστά σε έναν εχθρό που δε δίσταζε να μεταχειρίζεται τέτοια μέσα».
Μ’ αυτήν την φλόγα ψυχής λοιπόν λίγες μέρες μετά, με την εμπλοκή της Ελλάδας σε εμπόλεμη κατάσταση απέναντι στην Ιταλία, η «ξαναγεννημένη» κοινωνία της Βέροιας αποχαιρετούσε αγέρωχα τον ανθό της νιότης της για το μέτωπο της Πίνδου. Αυτήν την ίδια φλόγα έφεραν μέσα τους και οι νέοι της καθώς σκαρφάλωναν στα κακοτράχαλα, χιονισμένα βουνά, για να υπερασπιστούν τις πατρώες επιταγές. Το φρόνημά τους αποκαλύπτεται από τα όσα έγραφε (αυθόρμητα κι ανεπιτήδευτα σ’ ένα γράμμα του) ο στρατευμένος εργάτης τυπογραφείου της εφημερίδας «Αστήρ Βέροιας» Αναστάσιος Ζάνος:
«…Όσον αφορά για τους Ιταλούς δεν μπορούμε εμείς εδώ επάνω να απαριθμήσωμεν τας νίκας. Πόθος όλων μας πότε να πάμε στα Τίρανα. Έχουν τύχη οι φρατέλλοι που το χιόνι το πολύ δεν μας αφήνει ελεύθερα να βαδίσουμε. Πάντα όμως δεν τους αφήνουμε ήσυχους. Κάθε μέρα και καινούργιοι αιχμάλωτοι συλλαμβάνονται, αλλά και λάφυρα, λάφυρα πολλά!»
Ήταν όμως πολύ βαρύ το τίμημα που «πλήρωσε» η πόλη μας στον πόλεμο του ’40 για την ελευθερία. Συνολικά 138 συντοπίτες μας (αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες) πρόσφεραν τα νιάτα και τη ζωή τους σπονδή στον βωμό της.
Μόλις πρόσφατα (!!!), με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών, ανεγέρθηκε στην πλατεία Ωρολογίου μια αναμνηστική μαρμάρινη στήλη στη μνήμη τους, όπου αναγράφονται τα ονόματά τους. Ας αποδώσουμε λοιπόν στην πράξη την τιμή που τους αξίζει, δείχνοντας τον δέοντα σεβασμό στο μνημείο τους…