Του Ιωάννη Ιασ. Βελέντζα Διπλ. Ηλεκτρολόγου Μηχανικού
Φίλοι μου, καλή σας ημέρα,
Τακ, τακ, χτυπά την πόρτα, εγέρθητω ο κοντός
πρωθυπουργός, ανοίγει και να μπροστά του ο Ιταλός πρόξενος, ο κ. Γκράτσι, ο οποίος
απαίτησε, "να επιτραπεί στα ιταλικά στρατεύματα η ελεύθερη
διέλευση, προκειμένου να καταλάβουν διάφορες επίκαιρες θέσεις επί του εδάφους,
του Ελληνικού Βασιλείου".
Ο Ι. Μεταξάς είπε ναι, περάσανε και το πρωί που ξυπνήσανε οι
παππούδες μας και αφού είχανε πιει το καφεδάκι τους, αντιληφθήκανε ότι οι
Ιταλοί είχανε εισβάλει, τους είπανε ΣΤΟΠ και τους γυρίσανε πίσω!
Αυτή είναι η εκδοχή που θα διδάσκουνε σε λίγο στα παιδιά μας,
ότι το ΟΧΙ δεν το είπε ο Μεταξάς, αλλά ο Ελληνικός λαός, αναμενόμενο στην χώρα
της γελοιότητας και της παράνοιας.
Λοιπόν κύριοι, το όχι το είπε ο Ι. Μεταξάς και
το πήρε ο Ελληνικός λαός και φωνάζοντας αέρα, το μετέτρεψε σε ΟΧΙ!
Δεν πολέμησε στα χιονισμένα βουνά, ο Μεταξάς,
αλλά ο απλός Έλληνας κουρελής.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, ο δικτάτορας
Μεταξάς, είπε το όχι και επειδή δεν ήταν γέννημα θρέμμα των καταλήψεων και του
φραπέ, δεν έτρεφε αυταπάτες, για αυτό είχε φροντίσει να ετοιμάσει, όσο ήταν δυνατό,
την πατρίδα.
Ήταν προφανές, ότι μετά τη βύθιση της φρεγάτας
Έλλης, θα οδηγείτο και η πατρίδα μας στον πόλεμο. Μόνο ένας ηλίθιος με
αυταπάτες, δεν θα το καταλάβαινε.
Ευτυχώς για εμάς, η πατρίδα δεν είχε τότε,
τόσο πολλούς ηλίθιους μαζεμένους. Τους έχουμε τώρα!
Βέβαια όταν ζεις σε μία χώρα που όλα
επιτρέπονται, στην οποία γονείς και δάσκαλοι, δεν τα έχουν μιλήσει, για το
αληθινό νόημα της ημέρας και του αγώνα, αλλά για το κομματικό και όπως μας
βολεύει νόημα, δεν μπορούμε να αναμένουμε και κάτι καλύτερο, παρά μόνο ασέβεια
και σαχλαμάρα.
Ενός αγώνα φίλοι μου, που είχε σαν αποτέλεσμα,
να πίνω και να πίνεις ελεύθερα κακομαθημένε νεοέλληνα τον καπουτσίνο σου, με
μία διαφορά όμως.
Δεν ξέρεις τι πίνεις, διότι το οποιοδήποτε
ρόφημα ή έδεσμα της συγκεκριμένης ημέρας είναι φτιαγμένο, από πόδια, χέρια,
άγχος, φόβο, κλάμα τρομερό, χαρά υπερηφάνεια και κυρίως από ατελείωτο αίμα.
Και εάν ακόμη δεν κατάλαβες τι εννοώ, σου λέω
πολύ απλά, ότι για να αράξεις, σήμερα εσύ, κάποιος άλλος έχασε το πόδι του και
το χέρι του.
Ανάπηρο πολέμου τον λένε, γιου νόου!
Και κάποιος άλλος έχασε τη ζωή του, το παιδί
του, τον αδελφό του.
Τον λένε ήρωα, γιου νόου!
Αρκετά πλέον ηλίθιοι με το τζόκερ, το πόκερ,
το σόκερ, …
Εκείνα τα χρόνια φίλοι μου, η πατρίδα είχε
γυναίκες Ηπειρώτισσες (στίχοι Πυθαγόρας), που μέσα στα χιόνια κουβαλούσανε
οβίδες.
Είχε γυναίκες, ξαφνιάσματα της φύσης!
Τώρα, έχει γυναίκες που οδύρονται, γιατί δεν
πήγανε τριήμερο στην Αράχωβα, δεν έχουνε εξοχικό στη Μύκονο, δεν πέρασε ο
κριτής την κόρη στο σόου "πώς να γίνεις ηλίθια", το αμόρε - γκόμενος,
έχασε στο χρηματιστήριο, …
Η πατρίδα τότε δεν είχε καγιέν, αλλά
γαιδούρια, δεν είχε πλούτο, αλλά φτώχεια, πείνα.
Είχε αρχές, πίστη σε αξίες, πίστη σε ιδανικά.
Τότε οι νέοι, καβαλήσανε τα βαγόνια και
γελώντας πήγανε σε πόλεμο.
Τώρα ο νέος δεν γελά, αλλά κλαίει, διότι έχασε
στο πλέι στείσον!
Τότε, ο νέος έκλαιγε γιατί ήταν ξυπόλητος,
τώρα κλαίει γιατί δεν του παίρνει ο μπαμπάς γόβα στιλέτο!
Εκείνα τα χρόνια φίλοι μου, η πατρίδα είχε της
λευτεριάς μανάδες, τώρα έχουμε της σαχλαμάρας μαμάδες!
Τότε η μάνα έκλαιγε που σκοτώθηκε το παλικάρι
της και ο πατέρας έλεγε, έπεσε για την πατρίδα!
Τότε οι γονείς μας προσπαθούσανε να ξεφύγουνε
από τη φτώχεια με όπλα, τη δίψα για γνώση, με μόχθο και ρούχα καθαρά και άσημα.
Τώρα προσπαθούμε να ανελιχθούμε με όπλα την
πονηριά, τη γνωριμία, το μέσο, τη μαγκιά!
Οι πατεράδες μας τότε τα καταφέρανε, διότι
γνωρίζανε την εθνική κληρονομιά τους και μπορούσανε να τη σηκώσουνε.
Εμείς που δεν τη γνωρίζουμε και δεν μπορούμε
καν να την δούμε, επειδή έχουμε τυφλωθεί από την αφθονία των υλικών αγαθών,
είμαστε καταδικασμένοι να σερνόμαστε μέσα στο ψέμα και τη λάσπη.
Οι πρόγονοί μας πετύχανε θριάμβους, διότι δεν
πιστεύανε σε πολιτισμό που σκοτώνει τη ζωή, αλλά σε πολιτισμό που διατηρεί στη
ζωή!
Έτσι και γω σήμερα, ζητώ από εσένα και από
εμένα, αγαπημένε νεοέλληνα, να κλείσεις τα ματάκια σου και τα αυτάκια σου.
Να κλείσεις τα ματάκια, για να μην δεις το
κάθε ψώνιο και ψωνάρα που θα βάλει τα καλά του, για να παραβρεθεί σε μία ακόμη
εθιμοτυπική εκδήλωση και όχι σε μία εθνική επέτειο.
Να κλείσεις τα ματάκια, για να μην δεις τα
κακομαθημένα, που δεν έχουν μάθει να τρώνε ξηρούς καρπούς στα σπίτια τους.
Να κλείσεις τα ματάκια, για να μην δεις
τα δύο δάκτυλα φούστα, ίσως και τρία,
που προσέρχονται στην παρέλαση, λες και πηγαίνουν σε πισίνα ή παραλία και το
βράδυ στο "ελληνάδικο" για περισυλλογή, για το νόημα της ημέρας!
Και αφού αγαπημένοι μου κλείσατε τα ματάκια
σας, πρέπει να κλείσετε και τα αυτάκια σας για να μην ακούσετε τους λόγους του
δεκάρικου, που έχει αποστηθίσει ο κάθε "ανύπαρκτος".
Λοιπόν, αφού τα μάτια και τα αυτιά είναι
κλειστά, για να μην "κλείσει" και η καρδιά, που σημαίνει ότι θα τα
τινάξουμε οριστικά, μας καλώ αγαπημένε μου, νεοέλληνα να σκεφθούμε.
Γιατί φθάσαμε ως εδώ;
Γιατί καταντήσαμε οι ζητιάνοι της Ευρώπης και
σε λίγο, του κόσμου όλου;
Γιατί σταματήσαμε να στοχαζόμαστε,
Γιατί δεν έχουμε την αίσθηση του γελοίου;
Γιατί δεν ξέρουμε που βαδίζουμε;
Γιατί διώχνουμε τα παιδιά μας;
γιατί, γιατί, …
Όταν η ζωή σου είναι η αρπακτή, ο φραπές, η
ασυδοσία, η ασέβεια, η ντουντούκα, ο τσαμπουκάς, η μάταιη επίδειξη του πλούτου
και της βλακείας, είσαι καταδικασμένος να τραγουδάς Σουρή και: "ω Ελλάς ηρώων χώρα, τι γαιδάρους
βγάζεις τώρα"!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΠΑΤΡΙΔΑ!