Της Νανάς
Παπαϊωάννου
Ο άνθρωπος κορυφαία αξία, δημιούργημα του Πανάγαθου Θεού ή απλό νούμερο, μια ευτελής παρουσία, άνευ σημασίας;
Ανοιχτή αυλαία, διαφορετικά σκηνικά πλάνα, με κουστούμια για όλες τις περιστάσεις και γιατί όχι...διαπλεκόμενες εκφάνσεις, με πρωταγωνιστές και κομπάρσους. Προπάντων, κομπάρσους, είθισται απ’ τον κώδικα υβριδικής γονιμοποίησης.
Και τ’ αδιέξοδα ρεμβάζουν στο ημίφως δυσδιάκριτων ατραπών, φωνασκούντων σε αλλότριες γλώσσες.
Το υπερφίαλο εγώ, σε ακατάσχετη φλυαρία κάτω από μικροσκοπικούς ή μεγεθυντικούς φακούς, οδεύει στην κατάργηση του αυτεξούσιου, υποταγμένο σε ξενόφερτα στοιχεία, αλλογενή, αντίπαλα σ’ ευγενικές εικασίες.
Η υποκρισία με τη φαντασμαγορία μεθυστικής υπεροψίας σε καθημερινή αντιμαχία με τον εσώτερο υποβολέα, αυτόν της αλήθειας. Πνευματική ένδεια, αποτέλεσμα αλλοτρίωσης της ηθικής υπόστασης, τυχάρπαστες επιλογές και ο συρμός σε νυκτοπορία σκέψης, χωρίς αμπάρες προστασίας.
Η υψηλή τεχνολογία στο απώγειο της δόξας της, μεγιστοποιεί ψευδαισθήσεις αυτοείδωλης λατρείας, με ό, τι συνεπάγεται για την ομαλή λειτουργία της καθημερινής συμπόρευσης.
Η εικόνα σε εκατοντάδες αντικατοπτρισμούς αλλοιώνει το δημιουργικό “γίγνεσθαι”, αδρανοποιεί στοχαστικές διεργασίες, ξάστερες σκέψεις, την αυθεντικότητα του καθ΄αυτού όντος.
Διαφθορά, σήψη και ηθική παραλυσία, μιμητισμός και στρουθοκαμηλισμός, σε καίρια ζητήματα, συνθέτουν πλάνα ζοφερής κι αποκαρδιωτικής πορείας.
“Εάλω...η πόλις!”, με τις άπραγες πρακτικές, τις ζοφερές διατακτικές, τις αναμασόμενες υπεκφυγές.
Πατρίδα, πώς σ’ απαξιώσαμε, έτσι, αβασάνιστα, νωχελικά. Με τόση ελαφρότητα, χωρίς αιδώ, σε πετάξαμε σε χωματερές ευτελισμού, κακοποιώντας και απαλείφοντας την ευγενική σου ψυχή, οδηγώντας σε στην απώλεια!
Οι αριθμοί σε ποικίλες πορείες, χωρίς προορισμό, μάλλον, σκιες ξεθωριασμένες, απ’ το πουθενά φερμένες, για το μόλεμα της άγιας γης. Ανθρώπινες μάζες στο συρφετό της άσκεπης σκέψης, δίχως αγκυροβόλι στ’ όνειρο, φορτωμένες με ψεύτικες υποσχέσεις, οδεύουν στο Πουθενά. Κι ο κόσμος όλος χωρίς προορισμό, θαμπωμένος απ’ το υπερφίαλο Εγώ, σε μία σκοτοδίνη και αναπόφευκτη οδύνη.
Πατρίδα, αιμορραγείς και οι γύπες καραδοκούν. Απροστάτευτη στους κυκλώνες των δίσεχτων καιρών, λησμονημένη απ’ τα ίδια τα παιδιά σου.
Αλλά … <<μη νομίζεις πως τ’ αστέρια σβήσαν, επειδή συννέφιασε ο ουρανός>>, όπως έγραψε ένα νεανικό χέρι, σε κάποιον τοίχο, με το πινέλο της ελπίδας και το χρώμα της αισιόδοξης ματιάς. Τ’ αστέρια πάντα θα λάμπουν, για να φωτίζουν τα όνειρα των παιδιών, προπάντων, αυτών!