«Το ένα φέρνει τ’ άλλο», όπως με σοφία λέει ο λαός μας… και καθώς είναι ακόμη ευαισθητοποιημένες οι αισθήσεις μας απ’ τον απόηχο των ημερών, ο λόγος σήμερα για την «πλατεία Πλατάνων».
Προκαλεί ίσως απορία ο πιο πάνω συσχετισμός, γιατί η
συγκεκριμένη πλατεία είναι σημείο αναφοράς συνυφασμένο στη συνείδησή μας με την αγορά της Βέροιας. Κατά το
παρελθόν δύο φουντωτοί, αιωνόβιοι πλάτανοι (στα παλαιότερα χρόνια αναφέρονται
τρεις) φιλοξενούσαν μια ιδιότυπη υπαίθρια αγορά, όπου αγρότες παραγωγοί (μετά
το 1922 και πάρα πολλοί πρόσφυγες) έστηναν πάγκους και εμπορευόντουσαν τα
προϊόντα τους, δίνοντας τη μάχη της επιβίωσης υπό την μεγαλόψυχη ανοχή των τριγύρω
καταστηματαρχών. Στο άρθρο του «Τα Πλατάνια της Βέροιας» ο αγαπητός
συνάδελφος Μάκης Δημητράκης στις 8 Ιουνίου 2019 καταγράφει από μνήμες παλιών
καταστηματαρχών ότι «…στον έναν από τους αιωνόβιους πλάτανους
είχε σχηματισθεί τεράστια κουφάλα η οποία περιστασιακά χρησίμευε ως αποθηκευτικός
χώρος (τελάρα κι άλλες συσκευασίες)» και πως για κάποια χρονική περίοδο «…χρησιμοποιήθηκε
ως καπνοπωλείο. Ήταν το περίπτερο του Τσολάκου».
Δίπλα από τη ρίζα του ενός από αυτούς ήταν στερεωμένη μια μαρμάρινη σκαλιστή πινακίδα χιλιομετρικής απόστασης από το κέντρο της Θεσσαλονίκης (οδόσημο) με την ένδειξη 75. Η ύπαρξή της και το γεγονός ότι η πλατεία βρισκόταν στο μέσον περίπου της κατά το παρελθόν πιο κεντρικής διαδρομής Αγίου Αντωνίου-Ωρολογίου, την είχε καθιερώσει στη συνείδηση των κατοίκων της Βέροιας ως το «κέντρο της πόλης».
Όμως «…πέρασαν τα χρόνια, έκλεισαν οι
μπουντουβάγιες* (ανοιχτά αυλάκια
απορροής υδάτων) της Βέροιας, γιατί
πέρασαν στους δρόμους υπονόμους, τα πλατάνια δεν ποτίζονταν κι άρχισαν να
ξεραίνονται, να πέφτουν τα κλαδιά τους και να κάνουν ζημιές στα γύρω
καταστήματα και στο περίπτερο, που βρισκόταν από κάτω τους. Παράλληλα, ο κορμός
των πλατανιών είχε μεγαλώσει πολύ και στένεψε ο δρόμος της Κεντρικής, μόλις που
χωρούσαν να περάσουν τα αυτοκίνητα. Τότε αποφάσισε ο Δήμος να τα κόψει. Έφεραν
υλοτόμους από το Βέρμιο (…) έδεναν με σχοινί ένα κλαδί, το έκοβαν με το
τσεκούρι και το κατέβαζαν σιγά-σιγά. Μετά το άλλο και το άλλο…» (Νικόλαος
Καλλιγάς, 1984).
Δυστυχώς τότε δεν βρέθηκε κανείς να φωνάξει πως μαζί με τα κλαδιά που τόσο
επιμελημένα κατέβαζαν οι ξυλοκόποι το ένα μετά το άλλο, έσβηναν σημάδια της
ιστορίας του τόπου μας, τα οποία έφεραν επάνω τους…
Σύμφωνα με την καταγεγραμμένη πλέον λαϊκή μνήμη, το 1911, σε εκδίκηση των
πολύχρονων πεισματικών μαχών που είχε δώσει, οι Τούρκοι κρέμασαν στα κλαδιά αυτών
των πλατάνων σε δημόσια θέα (προς εκφοβισμό και παραδειγματισμό των Ελλήνων) το
άψυχο σώμα του φλογερού μακεδονομάχου Δημήτρη
Κατσιάμπα. Ένα ολόκληρο τουρκικό τάγμα φύλαγε το πτώμα του μέρα-νύχτα από
το φόβο διαρπαγής του από τους συμμαχητές του. Μετά από μέρες του έκοψαν το κεφάλι,
το έβαλαν σε πάσαλο και το περιέφεραν στα χωριά του ρουμλουκιού για να
τρομοκρατήσουν των ελληνικό πληθυσμό.
Ο Δημήτρης Κατσιάμπας, γεννημένος και αναθρεμμένος στο χωριό
Ραψομανίκι, μικρότερος, ετεροθαλής αδερφός του Πρόδρομου Ποζιαρίτη (αυτός μας
είναι πιθανότατα γνωστός με το προσωνύμιο καπετάν Σκοτίδας) μετά από μια αψιμαχία με τον γιο του τοπικού Μπέη, κατέφυγε
στα Πιέρια κι εκεί εντάχθηκε σε σώμα ατάκτων που χτυπούσε τους Τούρκους Μπέηδες
και τους επιστάτες τους. Αργότερα έγινε καπετάνιος ο ίδιος και μαζί με τον
αδερφό του στρατεύτηκαν με πάθος στον Μακεδονικό αγώνα. Υπηρέτησαν στο σώμα του
Βασίλη Σταυρόπουλου (του γνωστού καπετάν
Κόρακα). Οι τρεις μαζί έφεραν σε πέρας πολλές ριψοκίνδυνες και παράτολμες
αποστολές στην ύπαιθρο γύρω από τη Βέροια, αλλά και μέσα σ’ αυτή.
Μετά την επανάσταση των Νεότουρκων (1908) ο ανυπόταχτος Κατσιάμπας
δεν αποδέχτηκε τη γενική απονομή χάριτος και συνέχισε την προηγούμενη κλέφτικη δράση
του. Μπέηδες της Ημαθίας τον επικήρυξαν με μεγάλο χρηματικό ποσό και με την προδοσία
(διαχρονική πονεμένη εθνική μας υπόθεση) μιας γυναίκας που τον δηλητηρίασε,
απαλλάχτηκαν απ’ αυτόν τον … «διαολόσκυλο»!!!
Ακολούθησαν οι σκηνές εκφοβισμού που προαναφέραμε. Ο λαός της
Βέροιας και του Ρουμλουκιού θρήνησε το θάνατό του. Σε αναγνώριση της προσφοράς
του τραγούδησε σε διάφορες παραλλαγές το τραγούδι «Τ’ Κατσιάμπα»:
Ένα Σαββάτου βράδυ, βρε Κατσιάμπα μ’, μια Κυριακή προυί,
βάρεσαν τουν Κατσιάμπα τουν Δημήτρη μεσ’ τ’ Αντουνόπ’λ του
σπίτ’.
Του κρίμα να ’χει η Δέσπου, βρε Κατσιάμπα μ’, κι τ’ άδικου
ου Αντών’ς
ωχ αμάν Δημήτρη μ’, που σι φαρμάκουσιν.
Μαύρ’ ήταν η καρότσα, βρε Δημήτρη μ’, κι μαύρα τ’ άλουγα.
Σι κλαίει όλ’ η Βέροια, βρε Δημήτρη μ’ κι όλου του
Ρουμπλούκ’.
Το ιστορικό ατόπημα ευτυχώς αποκαταστάθηκε με το φύτεμα
τριών νέων πλατανιών το 1995… Καθώς όμως έχει αναγγελθεί και αναμένεται η
ανάπλαση της πλατείας Πλατάνων, καλό είναι οι τοπικοί άρχοντές μας να λάβουν
υπόψη τους το συναισθηματικό και ιστορικό φορτίο που αυτή φέρει.
Σχετική βιβλιογραφία:
Γιοβανόπουλος
Δημήτριος, 2007, Τo Ρουμλούκι, Ιστορία - Λαογραφία - Συμμετοχή στο Μακεδονικό
Αγώνα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Καλλιγάς Νικόλαος,
2014, Αναπολώντας στους δρόμους της Βέροιας.
Μελίκης Γιώργος,
1985, Τα λαογραφικά της Μελίκης.
Παπατζανετέας Παναγιώτης,1960, Μακεδονικός Αγών - Απομνημονεύματα.
Σταυρόπουλος
Βασίλειος, 1961, Μακεδονικός Αγών - Απομνημονεύματα.
Χιονίδης
Γεώργιος, 1984, Ο Μακεδονικός Αγώνας στην περιοχή της Βέροιας.
Χριστοδούλου
Αναστάσιος, 1965, Η συμβολή της Βεροίας εις τον Μακεδονικόν Αγώνα 1902-1908.