Τις επόμενες ημέρες, το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο θα αποφασίσει εάν θα καλέσει τη Βόρεια Μακεδονία να εκκινήσει τη διαδικασία
επίσημων συνομιλιών για την ένταξή της στην ΕΕ.
Θα είναι μια απόφαση που θα αναδείξει
εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να είναι εξίσου θαρραλέα όσο αυτή η νέα, δυναμική
Βαλκανική χώρα που της χτυπάει την πόρτα. Η επιλογή αφορά το αν θα προσδεθεί
σταθερά η Βόρεια Μακεδονία και τα Δυτικά Βαλκάνια στην ΕΕ ή αν θα
διακινδυνεύσουμε πυροδότηση μιας νέας κρίσης, δίνοντας το μήνυμα ότι οι
επίπονες μεταρρυθμίσεις δεν επιβραβεύονται.
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης -η οποία
ήδη αναβλήθηκε μία φορά- θα είναι κρίσιμη όχι μόνο για τη χώρα και την
περιφερειακή σταθερότητα αλλά και για την ίδια την Ευρώπη, την αξιοπιστία της
και όσα αυτή αντιπροσωπεύει.
Η ΕΕ έχει μια ευκαιρία να αποδείξει ότι
είναι μια αξιόπιστη δύναμη διασφάλισης της ειρήνης και της οικονομικής ανάπτυξης.
Μια απόφαση να αρχίσουν οι ενταξιακές συνομιλίες θα αποτελούσε μια ισχυρή
απάντηση στις δυνάμεις που στόχο έχουν να βυθίσουν την Ευρώπη -και τα Βαλκάνια-
πίσω στον εθνικισμό, τις μονομερείς ενέργειες και τον κατακερματισμό.
Άλλωστε, η Συμφωνία Πρεσπών που
υπογράφηκε πέρυσι, στις 17 Ιουνίου, από τους Υπουργούς Εξωτερικών της Ελλάδας
και της Βόρειας Μακεδονίας, Νίκο Κοτζιά και Νίκολα Ντιμιτρόφ, δεν ξεκλείδωσε
μόνον την ευρωπαϊκή προοπτική της τελευταίας. Ανέδειξε τη σημασία του ίδιου του
ευρωπαϊκού εγχειρήματος σε μία από τις πιο δύσκολες στιγμές του.
Όταν ο πρωθυπουργός της Βόρειας
Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ και εγώ διασχίσαμε το σύνορο μεταξύ των χωρών μας στη στη
Μεγάλη Πρέσπα εκείνη την ημέρα, η σκέψη που μοιραστήκαμε και μας συγκλόνισε
ήταν η μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν στις ακτές της. Πολλοί ξεχνούν ότι η
αντιπαράθεση που μας δίχασε για είκοσι επτά χρόνια είχε τις ρίζες της σε δύο
αιματηρούς βαλκανικούς πολέμους για τη διεκδίκηση της γεωγραφικής περιοχής της
Μακεδονίας και επεκτείνεται σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, στον ελληνικό εμφύλιο
και τον Ψυχρό Πόλεμο.
Για να φτάσουμε στη Συμφωνία χρειάστηκε
ισχυρή πολιτική βούληση, επίπονες διπλωματικές προσπάθειες, αμοιβαίο σεβασμό
καθώς και ειλικρινή διάλογο που έπρεπε να καλλιεργήσουμε και να διασφαλίσουμε σε
πολλές στιγμές που τα πράγματα έπαιρναν δύσκολη τροπή. Η προοπτική της ένταξης
στην ΕΕ ήταν συστατικό μέρος των διααπραγματεύσεων και ισχυρός παράγοντας για
την εξασφάλιση υποστήριξης υπέρ της Συμφωνίας.
Η επιτυχία μας αναδεικνύει τη σημασία
της διμερούς και πολυμερούς διπλωματίας.
Ο Ειδικός Απεσταλμένος του ΟΗΕ, Μάθιου
Νίμιτς, διαδραμάτισε ζωτικό ρόλο, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη διαρκή
ικανότητα του Οργανισμού αυτού στην επίλυση διενέξεων. Η Συμφωνία δεν προέκυψε
ως αποτέλεσμα ήττας σε πόλεμο, εξαναγκασμού, παρέμβασης τρίτων ή μονομερών
ενεργειών.
Αλλά υπήρξαν στιγμές στην ιστορία μας
όπου τέτοιες εξελίξεις δεν ήταν και πολύ μακριά. Επομένως, δεν μπορούμε να
αγνοούμε τις περιφερειακές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Κατά την
περίοδο 2014-2017, είδαμε όλοι τις συνέπειες της απόφασης να παγώσει η
περαιτέρω διεύρυνση της ΕΕ.
Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ.
Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ σωστά προειδοποίησε: «Αν δεν κατορθώσουμε να καταστήσουμε τα
Δυτικά Βαλκάνια νέα κράτη-μέλη, θα έρθουμε αντιμέτωποι και πάλι με τα ίδια
προβλήματα που βιώσαμε στη δεκαετία του ‘90». Η ενσωμάτωσή τους «αποτελεί μια
επένδυση για την ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη και την επιρροή της ΕΕ»,
είπε.
Ευτυχώς, η αναγνώριση αυτής της
πραγματικότητας οδήγησε την ΕΕ να επαναεπιβεβαιώσει τη στήριξή της στην Ατζέντα
της Θεσσαλονίκης -που συμφωνήθηκε το 2003- για σταδιακή ένταξη των Δυτικών
Βαλκανίων στην ΕΕ, κατά τη Σύνοδο Κορυφής στη Σόφια τον Μάιο του 2018.
Επιπροσθέτως, η έναρξη των ενταξιακών
συνομιλιών θα έστελνε ένα μήνυμα στήριξης στους λαούς των δύο χωρών που πέτυχαν
να επιλύσουν μια διεθνή διένεξη υπερβαίνοντας μεγάλα εμπόδια.
Στα μέσα του 2017 η Βόρεια Μακεδονία
διεξήλθε από μια βαθιά -και μερικές φορές βίαιη- πολιτική κρίση, με διεθνοτικές
διαστάσεις. Η Ελλάδα υπέστη τη χειρότερη οικονομική κρίση της Ευρώπης ενώ
εφάρμοσε μέτρα λιτότητας, που επιβλήθηκαν από την ΕΕ και το ΔΝΤ,
με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Τη περίοδο 2015-2016 και
οι δύο χώρες αντιμετώπισαν την πιο βαριά προσφυγική κρίση στην Ευρώπη από τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ελλάδα έχει πλέον καταφέρει να εξέλθει
από την οικονομική κρίση εδραιώνοντας τον ρόλο της ως πυλώνα ειρήνης και
σταθερότητας σε μια περιοχή γεμάτη εντάσεις. Η Βόρεια Μακεδονία έχει εκπληρώσει
τις δεσμεύσεις της για θέματα μειονοτήτων, έχει συμβάλει στις σχέσεις καλής
γειτονίας και στην περιφερειακή σταθερότητα και έχει προωθήσει μεταρρυθμίσεις
στο δικαστικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση και την καταπολέμηση του οργανωμένου
εγκλήματος, όπως καταγράφεται στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2019.
Σε αυτήν την πολύ κρίσιμη στιγμή, μια
θετική απόφαση από την ΕΕ, θα έστελνε ξεκάθαρο μήνυμα στους λαούς της Ευρώπης,
των Βαλκανίων, και όχι μόνο, ότι η υλοποίηση γενναίων μεταρρυθμίσεων, η
απόρριψη του εθνικισμού και η επίτευξη συμβιβασμών για την επίλυση διαφορών στη
βάση του αμοιβαίου σεβασμού, αξίζουν το κόστος.
Η εποχή στην ευρωπαϊκή ιστορία που τα Βαλκάνια αποτελούσαν
καταλύτη διχασμού και πολέμου έχει τελειώσει. Είναι καιρός η περιοχή μας να
αποτελέσει καταλύτη για την ειρήνη. Μπορεί να γίνει σύμβολο του ευρωπαϊκού
οράματος και της δύναμης που το κοινό μας ευρωπαϊκό εγχείρημα χρειάζεται σήμερα
περισσότερο από ποτέ.