Χθες αποχαιρετήσαμε τον δικό μας «ΕΠΙΚΑΙΡΟ» Ορέστη Σιδηρόπουλο. Ήταν το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε ο Ορέστης τα χρονογραφήματά του, που πλούτιζαν και κοσμούσαν επί δεκαετίες την 2η σελίδα της εφημερίδας μας.
Ήταν ο άνθρωπος που η βιολογική ηλικία του δεν συμβάδιζε με την οξύνοια, την διάθεση για ζωή, δημιουργία και συγγραφή. Το γράψιμο που ήταν μεγάλη αγάπη του, τρόπος έκφρασης, τον κρατούσε σε εκγρήγορση, αφού προσπαθούσε με τις δημοσιογραφικές και συγγραφικές του «κεραίες» να βρίσκει θέματα και να τα αναπτύσσει στο χαρτί με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Παρά την μακρά πορεία και εμπειρία του, ήταν ταπεινός και ζητούσε την γνώμη μας για το αν είναι καλό το κείμενο που έστειλε και με εξαιρετική σχολαστικότητα το «χτένιζε» και ήθελε πάντα να κάνουμε προσεκτικά διορθώσεις. Όσο απλός άνθρωπος ήταν ο Ορέστης τόσο φυσικά ξεδιπλωνόταν το πολυδιάστατο της προσωπικότητας του.
Τον Δεκέμβριο του 2016 καταφέραμε και ικανοποιήσαμε μια επιθυμία του, την έκδοση βιβλίου με τίτλο «Χρονογραφήματα του Επίκαιρου στον ΛΑΟ τα πρώτα 50 χρόνια», που περιελάμβανε 100 επιλεγμένα χρονογραφήματα του και συνδυάστηκε η παρουσίαση του βιβλίου με τον εορτασμό των 50 ετών της εφημερίδας μας.
Έζησα από μικρό παιδάκι μέσα στην εφημερίδα όπου πάντα υπήρχε ο Ορέστης. Πάντοτε δίπλα στον αείμνηστο παππού και ιδρυτή Ζήση Πατσίκα, αργότερα στον πατέρα μου Μιχάλη και από το 2016 δίπλα μου. Ήταν ο άνθρωπος που μοιραζόμουν τους πιο δύσκολους προβληματισμούς μου και ζητούσα την συμβουλή του για μεγάλες και δύσκολες αποφάσεις…
Προσωπικά είχα δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι η αξία του Ορέστη τον καθιστά άφθαρτο και αθάνατο και ότι δεν μπορεί να τον αγγίξει ο θάνατος.
Θα μου λείψουν οι συζητήσεις μας, τα σχέδια και οι ιδέες του πώς να κάνουμε καλύτερο τον ΛΑΟ, τα πειράγματα και οι εύστοχες παρατηρήσεις του, μα πάνω απ’ όλα η σκιά της σοφίας του στην οποία ξαπόσταινα και εύρισκα συμβουλή και καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές.
Χρέος του «ΛΑΟΥ» που ήταν μια δεύτερη οικογένεια για τον Ορέστη, είναι μέσα από τα αθάνατα χρονογραφήματά του να συνεχίσει να διατηρεί την μνήμη του «Επίκαιρου» ζωντανή.
Ζήσης Μιχ. Πατσίκας