Το τέλος της υποκρισίας. Έτσι θα μπορούσαμε να
περιγράψουμε μ’ έναν τίτλο την αλλαγή στάσης της ΝΔ ως κυβέρνησης απέναντι στη
Συμφωνία των Πρεσπών. Ως αξιωματική αντιπολίτευση επένδυσε στον εθνολαϊκισμό,
επιχείρησε να διχάσει τους Έλληνες κι έδωσε νομιμοποίηση σε ό,τι πιο
αντιδραστικό υπάρχει στην ελληνική κοινωνία αποκλειστικά και μόνο για να
αποκομίσει πολιτικά οφέλη. Πράγμα που σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε, αν δει κανείς τα
ποσοστά κυρίως σε περιοχές της Μακεδονίας. Αναμφίβολα, αυτή η αλλαγή στάσης
αποτελεί θετικό γεγονός προς όφελος των εθνικών συμφερόντων. Είναι όμως και
δικαίωση για όσους υποστηρίξαμε τη Συμφωνία, ακόμη κι αν υποστήκαμε το πολιτικό
κόστος της επιλογής μας.
Το τέλος όμως της υποκρισίας δε σημαίνει ότι έπαψαν να
υπάρχουν και τα αποτελέσματα που παρήγαγε η στάση της ΝΔ σε επίπεδο νοοτροπιών
στην κοινωνία. Νοοτροπίες που μεταβάλλονται αργά και δεν παρακολουθούν την
ταχύτητα με την οποία αλλάζουν οι κεντρικές επιλογές των κομμάτων. Και ποιο
είναι το αποτέλεσμα που παράγει η φοβική στάση σ’ ένα εθνικό ζήτημα με
ταυτοτικά χαρακτηριστικά; Είναι ένας γενικότερος φόβος που ξεκινάει από τις
γειτονικές χώρες και φτάνει έως τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις. Γίνεται
φόβος για τον πρόσφυγα και τον μετανάστη, καχυποψία για το διαφορετικό.
Στη ΝΔ το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό, όπως και το
γεγονός ότι η αυτοδυναμία τους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον επαναπατρισμό
πρώην ψηφοφόρων της ΧΑ και άλλων ακροδεξιών κομμάτων. Ακόμη κι αν η
αντικειμενική ευθύνη διαχείρισης ενός ζητήματος εξωτερικής πολιτικής ανάγκασε
τη ΝΔ ν’ αλλάξει στάση στο «Μακεδονικό», αποτελεί στρατηγική της επιλογή η προώθηση
μιας ιδιαίτερα συντηρητικής ατζέντας που ενδεχομένως θα εκτονώσει και πιθανές
αντιδράσεις απ’ αυτήν ακριβώς την αλλαγή στάσης. Ενδεικτική αυτής της επιλογής
είναι η υπαγωγή των μεταναστών και των φυλακών στο Υπουργείο Προστασίας του
Πολίτη. Ζητήματα που όχι μόνο η αριστερή αλλά και η φιλελεύθερη αντίληψη τα
αντιμετωπίζει από τη σκοπιά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου,
για τη ΝΔ είναι αποκλειστικά ζητήματα ασφάλειας.
Την επομένη των εκλογών, ο Μάκης Βορίδης διευκρίνισε στην
ΕΡΤ ότι με τον όρο «στρατηγική ήττα» δεν εννοεί την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ,
αλλά την αλλαγή «ιδεολογικού παραδείγματος» στην ελληνική κοινωνία. Το 31,5%
που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία διέψευσε τις προσδοκίες όσων
επιδίωκαν την στρατηγική του ήττα σε αριθμούς. Το ζητούμενο από εδώ και στο
εξής δεν είναι αν θα μετατραπεί σε σοσιαλδημοκρατικό ή κεντροαριστερό κόμμα,
αλλά πώς θα καταφέρει να συγκροτήσει με σύγχρονους όρους μια νέα πλειοψηφούσα
κοινωνική συμμαχία που θα αποτρέψει αυτήν ακριβώς την αλλαγή «ιδεολογικού
παραδείγματος».
Στέργιος Καλπάκης
Γραμματέας της Κ.Ε. της ΔΗΜΑΡ