Τώρα στο μακρινό νησί κανένα σπίτι δεν υπήρχε πια,
μόνο αν φυσούσε απο νοτιά
στη θέση του έβλεπες ένα μοναστήρι,
που ψηλά το συνέχιζαν τα σύννεφα
κι` από κάτω,
τα πρασινωπά νερά που `γλείφαν τα τοιχιά
με τις βαριές μεγάλες σιδερόπορτες.
Καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν
κι` ούτε που μου άνοιγε κανείς
να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα,
σε τι μεριές με μάλωνε η μητέρα μου
και για ποιου τη χάρη
το φωτόδενδρο υπάρχει ακόμη!
Από κάπου ο καπνός περνούσε
από το βλέμμα του Αγίου Ισίδωρου
ίσως…
Έφερνα γύρους κι έβγαζα φως κοκκινωπό
απ` το νάχω παιδευτεί
και απ’ το νάμαι μόνος.
Τέλος, επροχωρούσα μέσα στο φως
όπως ο Ιησούς Χριστός και όλοι οι ερωτευμένοι.
Θάρρος: Ο ουρανός αυτός είναι
και τα πουλιά του εμείς,
όσοι αλλού δεν μοιάζουμε.
Θάλασσα Δημητριακή
γαίες και αχανή μέρη
της πανσέληνου.
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ!
Γιάννης Ναζλίδης
6 Ιουλίου 2019