Της Έφης Αχτσιόγλου
Εκπρόσωπος Τύπου ΣΥΡΙΖΑ, Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Από την πρώτη στιγμή που αναλάβαμε τη διακυβέρνηση, μέσα σε δύσκολες συνθήκες, αναλάβαμε και την ευθύνη να δώσουμε όλες τις μάχες για να αντιστρέψουμε το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν η χώρα. Κάπου τα καταφέραμε και κάπου όχι. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι από τον Αύγουστο και μετά ζούμε σε μια χώρα ελεύθερη, μια χώρα που ξανακερδίζει μέρα με τη μέρα την αυτοπεποίθησή της. Και τώρα, πού θέλουμε να πάμε;
Η δημιουργία 500.000 νέων θέσεων εργασίας, με ταυτόχρονη αύξηση των μισθών και ενίσχυση των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι ένας βασικός άξονας στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την επόμενη τετραετία.
Τι διαφοροποιεί αυτόν τον στόχο από μία απλή προεκλογική υπόσχεση; Ας δούμε τα δεδομένα. Από το 2015 έως και το 2018 βρήκαν δουλειά περίπου 400.000 περισσότεροι εργαζόμενοι/ες, με το 70% των θέσεων εργασίας αυτή τη στιγμή να είναι πλήρους απασχόλησης. Επίσης, μέσα στο πρώτο πεντάμηνο του 2019 καταγράφηκε θετικό ρεκόρ 265.000 θέσεων εργασίας. Με βάση αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να θέτει ως ρεαλιστικό στόχο, στο τέλος της επόμενης τετραετίας, να έχουμε καλύψει το 1.000.000 θέσεων εργασίας που χάθηκαν στην κρίση.
Τι γίνεται όμως με την ποιότητα της εργασίας; Πρώτα από όλα δεν υπάρχουν ποιοτικές θέσεις εργασίας χωρίς ένσημα, ωράριο, κανόνες και δικαιώματα. Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που είχε καταργήσει η ΝΔ, και η αποφασιστική αντιμετώπιση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, δείχνουν τη δική μας λογική για την ανάπτυξη. Μία ανάπτυξη που δεν στηρίζεται στους μειωμένους μισθούς και στη συμπίεση των δικαιωμάτων, αλλά έχει τους εργαζόμενους και τις ανάγκες τους στο επίκεντρο.
Χάρη σε νομοθετικές παρεμβάσεις και τη δράση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας μειώσαμε την αδήλωτη εργασία από το 20% στο 8,9%. Χάρη στους κανόνες που θέσαμε, μόνο τους τελευταίους 8 μήνες η δήλωση υπερωριών αυξήθηκε κατά 170% και για πρώτη φορά πληρώθηκαν 6 εκατομμύρια ώρες υπερεργασίας. Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων μαζί με την αύξηση του κατώτατου και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού έφεραν αυξήσεις στους εργαζόμενους, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μία δεκαετία. Αυξήσεις που δεν εμπόδισαν αλλά ενίσχυσαν τη μείωση της ανεργίας.
Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας όπως και το χτύπημα της αδήλωτης εργασίας αποτελούν εξάλλου και τους βασικούς πυλώνες ενός βιώσιμου και υγιούς ασφαλιστικού συστήματος. Στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης κάναμε σημαντικά βήματα μπροστά την τελευταία τετραετία, βήματα που μπορεί κανείς να τα κατανοήσει ευχερέστερα αν λάβει υπόψη του από πού ξεκινήσαμε. Παραλάβαμε ένα ασφαλιστικό σύστημα που, μετά από 12 οριζόντιες περικοπές συντάξεων ύψους 45 δισ. ευρώ, ήταν ελλειμματικό κατά 1,1 δισ. ευρώ και με 400.000 απλήρωτες συνταξιοδοτικές παροχές. Καταφέραμε να ανατάξουμε το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, κερδίσαμε το στοίχημα της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς του και σταδιακά κλείνουμε πληγές του παρελθόντος. Μειώσαμε σημαντικά τις εισφορές σε ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, ακυρώσαμε την περικοπή των συντάξεων και για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης 620.000 συνταξιούχοι είδαν αυξήσεις. Χορηγήσαμε τη μόνιμη νέα 13η σύνταξη, ολόκληρη για τους χαμηλοσυνταξιούχους, ποσοστιαία για τις μεσαίες και πιο υψηλές συντάξεις. Ενώ, το πρόγραμμά μας για το μέλλον προβλέπει την αύξηση της εθνικής σύνταξης ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω το εισόδημα όλων των συνταξιούχων σε μόνιμη βάση.
Η αυτοπεποίθηση που έχει κερδίσει η χώρα μας είναι στο σχέδιο μας άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια για την κοινωνία. Και η σημαντικότερη δικλείδα ασφαλείας για την κοινωνία είναι το κοινωνικό κράτος. Στον τομέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, παραλάβαμε έναν προϋπολογισμό της τάξης των 800 εκατ. και σήμερα έχουμε ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ. Σε αντίθεση με την προσβλητική ρητορική για «τεμπέληδες που ζουν από επιδόματα» η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια οικοδομεί ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος, με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Εφαρμόζουμε πολιτικές στήριξης του παιδιού, με 150.000 σχολικά γεύματα, με διπλασιασμό των παιδιών σε παιδικούς σταθμούς και αύξηση του οικογενειακού επιδόματος από 650 εκ. σε 1,1 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, θεσμοθετήσαμε το ΚΕΑ για περίπου 260.000 νοικοκυριά, καθώς και το επίδομα ενοικίου για ακόμη 260.000 οικογένειες. Πλέον, το σύνολο των επιδομάτων δίνονται μέσω του ΟΠΕΚΑ, με διαφανή κριτήρια και ψηφιοποιημένες διαδικασίες. Επιπλέον προχωρήσαμε σε μια σειρά από επιμέρους αλλά καθόλου αμελητέες βελτιώσεις για την καθημερινότητα των πολιτών : τα αναπηρικά επιδόματα δεν φορολογούνται πια, οι θέσεις στους παιδικούς σταθμούς αφορούν και άνεργες μητέρες, ενώ αυξήσαμε το επίδομα παιδιού για τις μονογονεϊκές οικογένειες.
Αυτά τα τέσσερα χρόνια ξανακερδίσαμε ως χώρα τη δυνατότητα να αποφασίζουμε εμείς για το μέλλον μας. Σταθήκαμε όρθιοι μέσα σε δυσκολίες, προφανώς με λάθη και παραλείψεις. Πολλά ακόμη πρέπει να γίνουν και μπορούμε να τα κάνουμε όλοι μαζί. Να χτίσουμε την επόμενη μέρα με ελπίδα, αυτοπεποίθηση, αλληλεγγύη και ασφάλεια για την κοινωνία.