Το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό
είναι καθοριστικό για την ανόρθωση της εθνικής οικονομίας. Όσο οι νέοι
επιστήμονες φεύγουν από τη χώρα ή δεν βρίσκουν κίνητρα επιστροφής, θα υπονομεύεται
η προσπάθεια μετάβασης του παραγωγικού μοντέλου της χώρας στην παραγωγή
ποιοτικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Γίνεται
μια προσπάθεια να περάσει στην ελληνική κοινωνία (με καθοριστική τη συμβολή των
περισσότερων ΜΜΕ) η άποψη ότι η φυγή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό είναι
ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε μετά το 2015, ενώ μέχρι τότε η χώρα ήταν ένας
παράδεισος ευκαιριών. Γιατί λοιπόν να μην γυρίσουμε στην κατάσταση πριν το 2015;
Η αλήθεια είναι ότι από τους 250.000
Έλληνες επιστήμονες που εκτιμάται ότι βρίσκονται στο εξωτερικό κάτι περισσότερο
από 200.000 έφυγαν από τη χώρα την περίοδο 2010-2014. Μάλιστα, σήμερα
παρατηρούνται θετικές ενδείξεις επιστροφής, λόγω συγκεκριμένων δράσεων της
κυβέρνησης.
Πιο πρόσφατη, η
«Ελλάδα: Μια
στρατηγική ανάπτυξης για το μέλλον», που δημοσιοποιήθηκε επίσημα το Μάιο, αλλά
και νωρίτερα, ο αναπτυξιακός νόμος και ο αναπροσανατολισμός του ΕΣΠΑ στην
κατεύθυνση αλλαγής του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας προς την λεγόμενη «οικονομία
της γνώσης». Εδώ προστίθενται πολιτικές που αφορούν την ενίσχυση της
Ακαδημαϊκής και Ερευνητικής Αριστείας με 200 εκ. ευρώ και τη στήριξη της
απασχόλησης, της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας με 900 εκ. ευρώ στην
περίοδο 2017-2020.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η πρωτοβουλία «Επιλέγουμε
Ελλάδα χτίζοντας Γέφυρες Γνώσης και Συνεργασίας» με στόχο την
αντιμετώπιση του προβλήματος με μια διαφορετική λογική. Μέσω της «διασύνδεσης» όλων
των Ελλήνων επιστημόνων, ανεξάρτητα σε ποια χώρα του κόσμου βρίσκονται, ώστε να
δημιουργήσουν μια ηλεκτρονική κοινότητα και να μεταφέρουν στην
Ελλάδα τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους. Η πρωτοβουλία αυτή φιλοδοξεί να
δημιουργήσει «γέφυρες» που θα επιτρέψουν στους Έλληνες του εξωτερικού να
επανασυνδεθούν με τη χώρα μέσω της συνεργασίας με ελληνικούς επιχειρηματικούς
και επιστημονικούς φορείς.
Για την επόμενη τετραετία, στόχος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική
Συμμαχία είναι η αύξηση των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση και την έρευνα,
σταδιακά, από το έτος 2020 έως το 2023, με στόχο στο τέλος της τετραετίας να
φτάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (5% του ΑΕΠ). Στην ίδια κατεύθυνση κινείται ο
στόχος για δημιουργία 10.000 θέσεων νέων ερευνητών έως το 2021 και η επέκταση
των προγραμμάτων για τους νέους επιστήμονες.
Η
ΝΔ προσπαθεί να εμφανιστεί ότι νοιάζεται για τους νέους που έφυγαν στο
εξωτερικό, αλλά παραμένει η παράταξη που το 2009 «έβαλε μέσα» τα δημόσια ταμεία
κατά 25 δις ευρώ, υπονομεύοντας το μέλλον της νέας γενιάς. Ο δε Κυριάκος
Μητσοτάκης προσπαθεί να εμφανιστεί ως υπέρμαχος της αξιοκρατίας, αλλά είναι ο
ίδιος που το 2014 ως Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης επανέφερε τον απόλυτο
κομματισμό στη δημόσια διοίκηση απομακρύνοντας τους πρώτους στην ιστορία του
ελληνικού κράτους 25.000 αξιοκρατικά επιλεγμένους προϊσταμένους και διευθυντές,
αντικαθιστώντας τους με κομματικά εκλεκτούς.
Η ουσία είναι ότι στις εκλογές της 7ης
Ιουλίου, για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια, οι Έλληνες πολίτες και όχι η τρόικα
θα είναι εκείνοι που θα εγκρίνουν το πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας για την
επόμενη τετραετία. Η έξοδος από τα μνημόνια δίνει πλέον τη δυνατότητα στα
κόμματα να αντιπαρατεθούν με τις δικές τους προτάσεις για τα προβλήματα της
ελληνικής κοινωνίας. Δεν μας κάνει λοιπόν εντύπωση ότι ακόμη και σήμερα, μόλις
λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, η ΝΔ αποφεύγει «όπως ο διάολος το λιβάνι» το
δημόσιο διάλογο. Διαφορετικά, θα έπρεπε να απαντήσει για όλα τα παραπάνω.
Απέναντι στην
προσπάθεια της ΝΔ να δοξαστεί κρυπτόμενη, εμείς μέχρι και την τελευταία στιγμή
θα μιλάμε προγραμματικά, με θέσεις και προτάσεις και ο λαός θα κρίνει. Και για
να μην ξεχνιόμαστε… Το πρωί της Κυριακής οι κάλπες θα είναι άδειες.
Στέργιος Καλπάκης
Υπ. Βουλευτής Ημαθίας ΣΥΡΙΖΑ –
Προοδευτική Συμμαχία