Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Φυλετικό μας στοιχείο, φίλοι αναγνώστες, δεν είναι μόνο το φως. Είναι και το πυρ.
Αλήθεια, τί λαός πυροχαρής και πυροθρεμμένος που είμαστε εμείς οι Έλληνες; Τι ηδονική ανατριχίλα μας δημιουργεί η φωτιά; Με τί ευχαρίστηση γεμίζει το είναι μας, όταν κατακλύζει τα ρουθούνια μας ο καπνός; Εμείς οι Έλληνες βάζουμε φωτιά με την ίδια ευκολία που βάζουμε το μπλουζάκι μας, λες και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τσουρούφλισμα. Λες και δεν κάνουμε καθόλου χωρίς εγκαύματα. Και τί μεθόδευση και τί σύστημα! Ανά εκατό πυρκαγιές σ’ αυτή τη χώρα, οι δέκα μπαίνουν από φανερή αμέλεια και οι ενενήντα από κρυφή επιμέλεια. Και τί σχέση, τί εξάρτηση από τη φωτιά! Μερικοί δεν μπορούν να ζήσουν ούτε μέρα χωρίς να βλέπουν φλόγες.
Πήγε ένας λεβεντονιός γείτονάς μου να κλέψει. Δεν βρήκε στα συρτάρια τις λίρες που οραματιζόταν, τράβηξε το κουτί με τα σπίρτα και έκανε το ξένο σπίτι σαν το Κούγκι του καλόγερου Σαμουήλ. Και να σκεφτείτε πως αυτός ο νεαρός, την πρώτη συμβουλή που έμαθε στη ζωή του, δεν ήταν «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου¨, αλλά «μην πετάτε σπίρτα και τσιγάρα αναμμένα».
Οι σχέσεις μας, βέβαια, με τη φωτιά δεν είναι τωρινές, ούτε τυχαίες. Ξεκινάνε από τους απώτατους μυθολογικούς μας χρόνους. Ας είναι καλά ο Προμηθέας. Πήγε και έκλεψε τη φωτιά από τους Θεούς! Εσείς φίλοι το πιστεύετε; Σαχλαμάρες πως την έκλεψε.
Οι θεοί, αγαπητοί μου, τον είδαν και έκαναν το κορόιδο. Ασ’ τον, σου λένε. Θα κλέψει τη φωτιά, θα την πάει στους ανθρώπους, θα την πάρουν και οι Έλληνες και δεν θα μείνει χλωρή συκιά στην Εύβοια και Καλαμάτα. Η χώρα θα μετατραπεί σε στουπί φλεγόμενο.
Έρχεται μετά ο Ηρακλής και αποδεικνύεται στη φωτιά… μανούλα. Πιάνει τη Λερναία Ύδρα, της κόβει τα κεφάλια, τις τσουρουφλίζει τους λαιμούς και… άσ’ την να περιμένει κεφαλές νέας εσοδείας.
Πιάνει αργότερα και ο Μεγαλέξανδρος και συνεχίζει τη φυλετική μας πικετοφορία. Παρόλη την καλή ανατροφή που είχε πάρει, σε όσους δεν του επεφύλασσαν καλή υποδομή, τους έβαζε τρομάρα στα μπατζάκια τους.
Λαός πυροχαρής, κύριε. Σαν να μην έφταναν οι άλλες πυροδοτήσεις, έχεις και τους βυζαντινούς μας προγόνους να ψάχνουν και να εφευρίσκουν το «υγρόν πυρ». Βρε παιδιά. Δεν φτάνει που δεν θα μείνει τίποτα άκαυτο στη στεριά, πρέπει να καψαλίσουμε και τη θάλασσα;
Τί λαός πυροχαρής και περιούσιος που είμαστε εμείς οι Έλληνες. Ακόμα και ο Γέρος του Μωριά, όταν έδινε το πρόσταγμα της μάχης, ηδονιζόταν, λέει, να προστάζει: «Φωτιά, ωρέ, φωτιά, πανάθεμά τους!».
Λοιπόν, όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, πάει και βάζει κάπου την ουρά του. Όταν ο Έλληνας δεν έχει δουλειά, πάει και βάζει φωτιές. Δηλαδή, και δουλειά να έχει, άμα του ‘ρθει να βάλει φωτιά, θα ψάξει για σπίρτα. Για να καταλάβετε, φίλοι αναγνώστες, πως αυτό δεν είναι τυχαίο, σκεφθείτε την επίδραση της φωτιάς στις καθημερινές μας εκφράσεις. Εμείς οι Έλληνες, αν κάποιος προδώσει ένα μυστικό μας, λέμε: «Αμάν, μ’ έκαψες». Αν χάσουμε λεφτά, φωνάζουμε: «Αμάν, κάηκα». Αν τραβήξουμε χαρτί και πάμε από 31 και πάνω, καιγόμαστε.
Τέλος, ως γνωστόν, στην εκτίμηση των ανδρών η γυναίκα και η μπριζόλα, έχουν κάτι κοινό. Και τις δύο θέλουν να τις ψήσουν! Οι περισσότερες γυναίκες, βέβαια, αντί να ψηθούν προς βρώση των επιθυμούντων, τους ψήνουν το ψάρι στα χείλη.
Τον κίνδυνο εμπρησμού ή αφανισμού των δασών και της οικοπεδοποίησης, στη συνέχεια, του εδάφους, αντιλήφθηκαν και αντέδρασαν πολύ γρήγορα και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Έτσι, βλέπουμε την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Απρίλιο του 1845, να κάνει τον πρώτο αφορισμό στον κόσμο εναντίον εμπρηστών και οικοπεδοφάγων. Από τον αφορισμό αυτό, που τον υπογράφουν πέντε Μητροπολίτες, αντιγράφουμε ένα απόσπασμα ελαφρώς μεταφρασμένο:
«Όσοι από τους ανθρώπους ή επίτηδες ή από έλλειψη ενδιαφέροντος για το συμφέρον τους ή για να βλάψουν κάποιον άλλο, παρακούσουν τις πατρικές συμβουλές της Ιεράς Συνόδου και επιμείνουν στη διεστραμμένη τους πρόθεση εξακολουθώντας να καίνε τα δάση, καθώς και όσοι προτρέπουν άλλους να κάνουν αυτή τη βρομερή πράξη, θεωρούνται κακοποιοί και επιβλαβείς και ασυγχώρητοι και να μη λιώσει το σώμα τους μετά το θάνατό τους».
Δεν ξέρουμε αν έλιωσε το σώμα τους. Πολλά μέρη της Ελλάδος, έγιναν στάχτη. Οι εμπρηστές, εκτός των άλλων, είναι και αθεόφοβοι…
Φίλοι αναγνώστες: ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, χωρίς φωτιές!