Άρθρο του Δημήτρη Βίτσα,
Υπουργού Μεταναστευτικής
Πολιτικής
Η χώρα μας και η Ευρώπη βρέθηκαν τελείως ανέτοιμες για την μεγάλη προσφυγική κρίση του 2015. Δεν υπήρχε σύστημα υποδοχής, είναι χαρακτηριστικό ότι τις πρώτες μέρες η διαδικασία ταυτοποίησης γινόταν χειρόγραφα.
Από το 2015 και μετά δημιουργήσαμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα υποδοχής, φιλοξενίας, εξέτασης των αιτημάτων ασύλου και επιστροφών. Το σύστημα αυτό φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο μετά το κλείσιμο των συνόρων το 2016. Για πρώτη φορά, σε μια χώρα που για δεκαετίες ήταν χώρα υποδοχής μεταναστών, δημιουργήθηκε Υπουργείο για την Μεταναστευτική Πολιτική και στελεχώθηκε με προσωπικό, μόνιμων και συμβασιούχων, τόσο στην Υπηρεσία Υποδοχής και Ταυτοποίησης όσο και στην Υπηρεσία Ασύλου, προκειμένου να ανταποκριθεί ο κρατικός μηχανισμός στις, αυξημένες, ανάγκες.
Σήμερα στην Ελλάδα, με βάση το σύστημα φιλοξενίας που έχουμε αναπτύξει, φιλοξενούνται 25.000 άνθρωποι σε διαμερίσματα -στο πλαίσιο του προγράμματος “ΕΣΤΙΑ”- 20.000 σε 28 Κέντρα Φιλοξενίας στην ενδοχώρα και 8.000 σε ξενοδοχεία, ενώ περίπου 12.500 παραμένουν στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης των νησιών, τα οποία κατά κύριο λόγο δημιουργήθηκαν με τη συμβολή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, σε αναμονή ολοκλήρωσης της εξέτασης του αιτήματός τους, όπως προβλέπεται από την Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας. Η Υπηρεσία Ασύλου δέχτηκε 66.967 αιτήματα το 2018, ενώ για φέτος μέχρι τον Απρίλιο είχαν κατατεθεί 21.155 αιτήματα διεθνούς προστασίας.
Συγχρόνως, για τη σχολική χρονιά 2018-2019, 12.500 παιδιά παρακολουθούν μαθήματα στα δημόσια σχολεία ή σε Δομές Υποδοχής για την Εκπαίδευση Προσφύγων. Ακόμα σε κάθε κέντρο φιλοξενίας της ενδοχώρας λειτουργούν νηπιαγωγεία.
Το σύνολο των προσφύγων και μεταναστών στη χώρα μας έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, μέσα από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Όλοι οι ανήλικοι έχουν εμβολιαστεί, σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα και δεν έχει υπάρξει κανένα κρούσμα γρίπης μεταξύ του προσφυγικού/μεταναστευτικού πληθυσμού.
Παράλληλα καταρτίστηκε η ελληνική πρόταση για τη συνολική διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόταση μας έχει τρεις άξονες. Ο πρώτος είναι η βοήθεια και η ενίσχυση των χωρών από τις οποίες φεύγουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, ώστε να μειωθεί σημαντικά η ανάγκη τους να φύγουν. Να γίνει προσπάθεια να σταματήσουν οι εμπόλεμες συγκρούσεις – ή η απειλή για εμπόλεμες συγκρούσεις- και να μειωθούν οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και οι συνθήκες ακραίας φτωχιάς που βιώνουν οι άνθρωποι. Ο δεύτερος άξονας είναι η διασυνοριακή διαδικασία να γίνεται με βάση τη Συνθήκη της Γενεύης και το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης. Τέλος ο δίκαιος καταμερισμός του αντικειμενικού βάρους του προσφυγικού και μεταναστευτικού ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να μην επιβαρύνονται αποκλειστικά οι χώρες πρώτης εισόδου. Όλα αυτά πρέπει να αποτυπωθούν σε μια Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική για την μετανάστευση και το Άσυλο που να εμπεριέχει και έναν νέο, κοινό κανονισμό για το Ευρωπαϊκό Άσυλο και μια ενιαία πολιτική επιστροφών.
Προχωρήσαμε σε διμερές σύμφωνο διοικητικής διευθέτησης με την Γερμανία για την υλοποίηση των αιτημάτων οικογενειακής επανένωσης. Στο πλαίσιο αυτό ξεπάγωσαν οι οικογενειακές επανενώσεις από την Ελλάδα και 5.500 άνθρωποι αποχώρησαν από τη χώρα μας για να επανενωθούν με τις οικογένειές τους στην Γερμανία, εντός του 2018. Επιπλέον προχωρήσαμε σε μια σειρά αντίστοιχων διοικητικών διευθετήσεων για την μεταφορά ασυνόδευτων ανηλίκων σε άλλες χώρες της Ευρώπης, με σημαντικότερη αυτή με την Ιρλανδία.
Επειδή όμως κάποιοι από του πρόσφυγες και του μετανάστες θα μείνουν τελικά στην Ελλάδα, δημιουργήσαμε ένα πιλοτικό πρόγραμμα το «ΗΛΙΟΣ» σε συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης και τους Δήμους Θήβας και Λιβαδειάς. Το πρόγραμμα αυτό πλέον επεκτείνεται σε Δήμους σε ολόκληρη τη χώρα και στη διάρκειά του οι δικαιούχοι θα ακολουθήσουν μια σειρά ενταξιακών προγραμμάτων που εστιάζονται στην εκμάθηση της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας, την καταγραφή των επαγγελματικών δεξιοτήτων τους και την παροχή στέγης και χρηματικού βοηθήματος. Ο κάθε κύκλος του προγράμματος θα διαρκεί 6 μήνες και θα αφορά 5.000 ωφελούμενους, ώστε στη διετή διάρκεια του να εξυπηρετήσει 20.000 ανθρώπους.
Παράλληλα υλοποιούνται, ήδη, προγράμματα κατάρτισης ώστε να απασχοληθούν στον αγροτικό τομέα 2.000 δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, σε συνεργασία με το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ενώ μαζί με το Υπουργείο Εργασίας υλοποιούμε πρόγραμμα εργασίας στον τουριστικό τομέα για 3.000 δικαιούχους.
Ο στόχος της πολιτικής ένταξης είναι να βοηθηθούν όσοι έχουν πάρει άσυλο να αυτονομηθούν και να ενταχθούν αποτελεσματικά στην κοινωνία. Το σύνολο των δράσεων που αφορά στο μεταναστευτικό/προσφυγικό χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Βασική μας μέριμνα είναι αυτοί οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι να αισθάνονται ασφαλείς και αξιοπρεπείς έως ότου επιστρέψουν στη χώρα τους, ή εγκατασταθούν στη χώρα μας ή άλλες χώρες της Ευρώπης.