Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Τί συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνση κ’ επιτυχία να σε αρνείται;
Να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τί φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιάνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει;
Τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε;
Την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους.
Αυτά που θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά που θα τα βρεις στη σατραπεία;
και τί ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις;
(ποίημα: «Η Σατραπεία», Κ.Π. Καβάφης)
Η ποίηση, φίλοι αναγνώστες, όπως και κάθε μορφή τέχνης, είναι ένας δρόμος αυτογνωσίας και συνάντησης. Συνάντηση με τον πόνο που μπορεί να φωλιάζει στην ψυχή ή με κάθε είδους τραύμα που αιμορραγεί και ζητά τη γιατρειά του, ή με την Επιθυμία. Με εκείνη την υπέρλογη και παράλογη επιθυμία της συνάντησης, με το πρόσωπο του Χριστού, την τέλεια έκφραση Αγάπης και Κοινωνίας.
Ο Καβάφης με τα έργα του φανερώνει αυτήν ακριβώς την αλήθεια. Ότι, δηλαδή, αγωνίζεται με πολλή δύναμη και πάθος να συναντήσει μέσα του την Αλήθεια, τη Βασιλεία των Ουρανών. Γι’ αυτό δεν διστάζει να αναμετρηθεί, με όλες τις εσωτερικές αντιφάσεις του, τα πάθη και τις αδυναμίες του. Όλα αυτά τα δίνει στο Φως καταγράφοντάς τα και δίνοντάς τους σάρκα και οστά, άλλοτε με ευθύτητα και άλλοτε μέσα από εικόνες και παραστάσεις. Το ποίημά του «Η Σατραπεία», είναι μια ακόμη προσπάθεια να συναντήσει τον κρυμμένο εαυτό του και την υπομονετική Επιθυμία του, που τον περιμένει.
Απ’ την αρχή του ποιήματός του διαφαίνεται μια συμφορά, ένα τραγικό στοιχείο, ένα αδιέξοδο. Ενώ είναι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα, εν τούτοις οι ευτελείς συνήθειες τον απομακρύνουν από την Αλήθεια. Ποια είναι, όμως, τα έργα τα ωραία και μεγάλα;
Ίσως είναι η ικανοποίηση αναγκών με τρόπο μοναχικό και εσωστρεφικό. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να πει πως για να είναι χαρούμενος, του αρκεί ένας υπολογιστής, να περνάει τον περισσότερο χρόνο του σ’ αυτόν. Ή κάποιος άλλος, θα μπορούσε να πει πως η ανάγκη του για κοινωνία και συντροφικότητα μπορεί να καλυφθεί με την αδιάκριτη εναλλαγή ερωτικών συντρόφων και την απόλαυση κάθε είδους ηδονής, που θέλει τον άλλο αντικείμενο χρήσης και όχι πρόσωπο, που ζητά να σχετιστεί με ελευθερία, δηλαδή με υπευθυνότητα και αγάπη.
Ίσως, είναι η πλήρωση των υπαρκτικών δυνατοτήτων του μέσα στην εν. Χριστώ Αγάπη, η γεύση Αιωνιότητας και Αθανασίας που λαχταρά η ψυχή, όπως η έρημος μερικές σταγόνες βροχής. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κάποιος να πει πως για να ζει με ψυχική πληρότητα χρειάζεται την εν Χριστώ Αγάπη, που μόνο ως σχέση κοινωνίας των αγαπώντων προσώπων μπορεί να πραγματοποιηθεί. Όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κατά το οποίον, όλοι γίνονται Ένας, ασυγχύτως και αδιαιρέτως. Καθένας, είναι ελεύθερος να ακολουθήσει το δρόμο, που πιστεύει πως θα τον οδηγήσει στην πλήρωση και την ευτυχία. Όμως, αυτό θα πρέπει να το κάνει με επίγνωση και υπευθυνότητα.
Ο Καβάφης παρουσιάζει μια αντινομία, έναν, θα έλεγα, διχασμό, ανάμεσα στο ελεύθερο φρόνημα και την ενστικτώδη τάση-ορμή. Όπως αναφέρει ο Γερμανός ποιητής Γκαίτε: «Αχ δύο ψυχές κατοικούν μέσα στο στήθος μου. Η μία ανατείνει προς τον ουρανό και η άλλη προς τα γεώδη». Ή, όπως περιγράφει ο Απόστολος Παύλος, την αντινομία μεταξύ του σαρκικού και ουρανίου φρονήματός του, λέγοντας πως: άλλα θέλει και τελικά άλλα κάνει.
Το πρώτο είναι εκείνο που μας ανυψώνει στα έργα τα ωραία και μεγάλα. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί, μόνο αν είμασταν διατεθειμένοι να υπακούσουμε στην αναμένουσα μέσα μας Επιθυμία για υπέρβαση και κάθε είδους επανάσταση απέναντι οποιουδήποτε κατεστημένου, που μας θέλει δειλούς, μίζερους, απελπισμένους και αιχμάλωτους στα ζωώδη ένστικτά μας.
Το δεύτερο, η ενστικτώδης τάση-οργή, μας είναι πιο προσιτό και εύκολο, ανεύθυνο και ανέξοδο που, όμως, χαράζει πολλές φορές βαθιές πληγές στην ψυχή μας, οι οποίες μόνο αν γίνουν υλικό μετάνοιας, μπορούν να μας οδηγήσουν στην αλήθεια. Άραγε, γιατί προβάλλονται με τόση μανία ο εύκολος και επιφανειακός έρωτας, η αλόγιστη κατανάλωση υλικών αγαθών, η απρόσωπη επικοινωνία, η κατά πάντα ανιαρή καθημερινότητα, χωρίς καμία ένταση και εσωτερική – καλή ανησυχία, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο άγιος Γέροντας Παΐσιος; Καθένας ας απαντήσει. Τελικά, τί θέλει η ψυχή σου, φίλε αναγνώστη;