Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Έξω το τριζόνι τραγουδά. Ο ουρανός φόρεσε τα μολυβί του. Γκρίζα σύννεφα πολιορκούν το μισοφέγγαρο. Απειλητικά το κυκλώνουν ζηλεύοντας την εμορφάδα του. Άρχισε ο αέρας να γίνεται βίαιος. Ξεκολλούσε τα φύλλα των δέντρων από τα κλαδιά τους και τα ανάγκαζε να χορεύουν μπρος μου.
Ένα τρελό ξέφρενο χορό. Ύστερα σταμάταγε λίγο την ορμή του. Και αυτά έπεφταν ξεψυχισμένα στη γη… ώσπου δυνάμωνε ξανά και ξανάρχιζε το έντονο στροβίλισμα των φύλλων. Ο ουρανός άλλαζε χρώματα. Εκεί που όλα ήταν αρμονικά, εκεί που το φεγγάρι μου χαμογελούσε, εκεί που η ματιά γλύκαινε.
Ο νους γέμισε αναμνήσεις. Ήρθε ο φόβος και τρύπωσε μέσα μου. Έγινε ο παραμικρός θόρυβος αγωνία και τρόμος.
Είμαι μόνος μου. Τώρα εδώ. Αλλά και στη ζωή είμαι μόνη μου.
-Και λοιπόν; Δεν χρειάζεται κανέναν. Έλεγε μια φωνή μέσα μου. Τότε γιατί δείχνεις δυνατή; Είναι ψέμα; Όχι! Δεν είναι, όμως…
Ο αέρας έριξε όλα τα καρύδια της καρυδιάς μου, πάνω στη σκεπή. Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου και κοίταξα από το παράθυρο.
-Ποιος με προστατεύει; Γυρίζω και ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιο.
-Ποιος με προστατεύει; Οι τοίχοι; Οι εικόνες των Αγίων;
Η καρδιά χτυπούσε γρήγορα. Είσαι μέσα στο σπίτι. Δεν είσαι εκτεθειμένη έλεγα μέσα μου. Ξαφνικά ο χρόνος γύρισε πίσω. Βρέθηκα εκεί που ψήναμε το καλαμπόκι στα κάρβουνα η γιαγιά ιδρωμένη από τη φλόγα του υπαίθριου τζακιού, τηγάνιζε αυγά μέσα σε αγελαδινό βούτυρο… Εκεί που η μαμά φούρνιζε το ψωμί τραγουδώντας και ο μπαμπάς έπαιζε μαντολίνο. Ο παππούς έπλενε γρήγορα τα χέρια στο νιπτήρα και ο Νίκος κοίταζε με απορία τα μεγάλα μυρμήγκια που κουβαλούσαν τροφή στη φωλιά τους.
Τώρα! Μείναμε μόνο οι φωτογραφίες πάνω στην συρταριέρα και μαρμάρινες πλάκες των κεκοιμένων για να μου θυμίζουν ότι κάποτε ήμουνα παιδί! Ένα ξέγνοιαστο παιδί!
Ήρθε και πάγωσε η καρδιά… με έπνιξε το δωμάτιο. Τρεις η ώρα τη νύχτα. Βγήκα χωρίς φόβο στο μπαλκόνι. Ο αέρας έπεσε με ορμή πάνω στα δάκρυά μου και τα στέγνωσε. Το φεγγάρι υπόκυψε στην πολιορκία των γκρίζων σύννεφων. Οι χοντρές στάλες της βροχής χόρευαν μπρος μου. Αστραπές και βροντές έκαναν το τοπίο τρομακτικό. Το τριζόνι έπαψε πια. Το αμυδρό φως του καντηλιού από την κουζίνα μου, με έκανε πάλι να αποδράσω…
Κόλλησα το κεφάλι μου στο τζάμι… Ησυχία! Κοιμούνται. Στον έναν καναπέ η μαμά στον άλλον ο μπαμπάς! Ευτυχώς! Τα κατάφερα και σήμερα. Όλα τα τακτοποίησα. Κουραστική μέρα! Όμως δεν ήμουν μόνη. Ξάφνου ρίγησα. Ξανακοίταξα από το τζάμι. Γιατί οι καναπέδες είναι άδειοι; Γιατί η ψυχή λύγισε; Γιατί ο φόβος της μοναξιάς με κυρίευσε; Ο αέρας σταμάτησε… Το ίδιο και η βροχή.
Το τριζόνι ξανάρχισε το τραγούδι του. Ο νους τρέχει… το ίδιο και τα μάτια μου. Αργά μπαίνω στο δωμάτιό μου. Κάθομαι στο κρεβάτι μου. Το ρολόϊ χτυπά ρυθμικά. Το σώμα δεν γέρνει πάνω στα γαλάζια σεντόνια. Φωνές, εικόνες, παρελθόν και παρόν ήρθαν και στήσανε χορό μέσα μου. Νιώθω δυνατή και αδύναμη συγχρόνως. Μέσα στην σιγαλιά του δωματίου μου, μια σκέψη απλώθηκε στην ψυχή μου. Το χρέος στο «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου» το έκανα. Ίσως όχι πάντα με υπομονή αλλά το έκανα. Και αυτό το μονοπάτι περπατήθηκε… Σηκώθηκα κοίταξα έξω… Ξαναπρόβαλε το μισοφέγγαρο του ουρανού σωστό διαμάντι. Το τριζόνι ακούγεται πιο καθαρά, η καντηλίτσα τρεμοσβήνει, η καρδιά ξαλάφρωσε. Το σώμα χαλάρωσε και έγειρε στα σεντόνια, παραδόθηκα σε έναν ύπνο βαθύ, ήρεμο χωρίς όνειρα και αναμνήσεις. Όλα τάχα ζήσει ξύπνια.
Ο νους κουράστηκε και έκλεισε την πόρτα του. Ο φόβος έφυγε κα αφέθηκα με εμπιστοσύνη στην αγκαλιά του θεού Πατέρα μου. Εκεί που πάντα αφήνομε όταν η ψυχή δειλιάζει. Αποκοιμήθηκα.