Του Δημ. Π. Τόλιου
Την εβδομάδα της Διακαινησίμου, έφυγε από την ζωή, πλήρης ημερών γεννηθείς στην Βέροια το 1929 , ο παλιός βεροιώτης Κυριάκος Χατζόγλου.
Αισθάνομαι την ανάγκη να αποχαιρετήσω δημόσια τον Κυριάκο Χατζόγλου, όχι ως κουμπάρος (ο πατέρας μου πάντρεψε το 1958 τον Κυριάκο με την Ασπασία Τενεκετζίδου και βάφτισε τον πρωτότοκο Δάνη), όχι ως συνάδελφος του Γιώργου Χατζόγλου, αλλά ως μικρό τσιράκι του θανόντος, στην οδό Ιπποκράτους της δεκαετίας του 1970.
Ο Κυριάκος Χατζόγλου λοιπόν, γιός του μικρασιάτη Κιουπλιώτη Ιορδάνη Χατζόγλου (του μπάρμπα Ιορδάνη) και της Δέσποινας, αδελφός της Κατίνας, του Απόστολου του Πρόδρομου και της Ισμήνης, αποτέλεσε το πρώτο της ζωής αφεντικό μου, όταν οι γονείς μου για να με ψήσουν στη ζωή, αποφάσισαν από το δημοτικό ακόμη να με βάλουν να εργασθώ τα καλοκαίρια στο καινούργιο μαγαζί γεωργικών φαρμάκων , που είχε ανοίξει ο Κυριάκος Χατζόγλου στην αμαξητή τότε οδό Ιπποκράτους.
Την εποχή εκείνη οι γνώσεις για την μεθοδική χρήση γεωργικών φαρμάκων στην εντατική καλλιέργεια ήταν ελάχιστες στους απλούς αγρότες και τα γεωργικά φαρμακεία της πόλης ελάχιστα.
Τα χρόνια εκείνα αποτέλεσαν για εμένα σπουδαίο μάθημα ζωής, εργαζόμενος το καλοκαίρι στα γεωργικά φάρμακα του κουμπάρου μας. Από την πρώτη ημέρα έφτιαξε για μένα στον ράφτη μια μπλέ σκούρη ποδιά βοηθού, την οποία όταν «αποφοίτησα» παρέδωσα στον ανεψιό του Ιορδάνη (της Ισμήνης) και κάθε πρωί από την οδό Παστέρ πήγαινα στο μαγαζί της Ιπποκράτους. Τις πρώτες μέρες η μυρωδιά από τα γεωργικά φάρμακα ήταν ανυπόφορη στην μύτη μου, αλλά ο πανέξυπνος Κυριάκος το κατάλαβε και για με ψήσει και να το παλέψω μου είπε πως κάθε μεσημέρι, η ώρα να πηγαίνω και να παίρνω από το απέναντι καφενείο η ΚΟΚΟΒΑ, σουβλάκι καλαμάκι και κρύα πορτοκαλάδα.
Ο Κυριάκος Χατζόγλου, αν και δεν σπούδασε την γεωπονική επιστήμη, ήταν πρωτοπόρος στην εισαγωγή και χρήση των γεωργικών φαρμάκων σκευασμάτων, μεθόδων καλλιέργειας , στον κάμπο της Ημαθίας. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπάρχει αγρότης κτηματίας του βεροιώτικου κάμπου που την εποχή εκείνη να μην πέρασε από το μαγαζί του και να μην πήρε οδηγίες και συμβουλές για την καλλιέργεια του. Έφερνε τα καλύτερα και δυνατότερα φάρμακα και με διεισδυτικότητα στους αγρότες έκανε πρωτοποριακές δυναμικές χρήσεις αυτών.
Πνευματικά δυνατός, πανέξυπνος έμπορος , μαθητής της ζωής και του δρόμου, δυνατό σώμα (αλλά και πείσμων) μετέφερε ατέλειωτα σακιά φάρμακα με το αυτοκίνητο του αρχικά το πράσινο φιατάκι και μετά το άσπρο βανάκι στον κάμπο της Βέροιας. Κοντά του, ανδρώθηκε ο Ιορδάνης (Δάνης) ο πρωτότοκος γιός του, που δίπλα στον δάσκαλο πατέρα του μετέτρεψε την παιδική ανησυχία και αταξία σε χρήσιμη και μεθοδική επιχειρηματικότητα, στη συνέχεια, κατάρτιση, ώστε να αναδείξει και αυτός ως συνεχιστής την επιχείρηση των γεωργικών φαρμάκων ΧΑΤΖΟΓΛΟΥ με πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ημαθία και σε όλη την βόρεια Ελλάδα αλλά και να υπηρετήσει από την θέση του προέδρου του Εμπορικού Συλλόγου της Βέροιας την πόλη. Και βέβαια η σπουδαία μαθήτρια δευτερότοκη Παναγιώτα Χατζόγλου, την οποία καμάρωνε ο πατέρας της από μικρή, απαστράπτουσα αριστούχος και προστάτιδα των μικροτέρων της παρέας. Αργότερα συνδέθηκα με το στερνοπούλι της οικογένειας τον Γιώργο τόσο ως πρόσκοπος (Φλαμπουράρι Ιωαννίνων 1987) μετέπειτα χαντμπωλίστας με τον Φίλιππο πρωταθλητής πολλάκις και μετά δικηγόρος.
Ο Κυριάκος Χατζόγλου, ομιλούσε την τουρκική γλώσσα άπταιστα και καθαρά, μανίσια, όπως και οι γονείς του. 3 αδέλφια έμποροι δυνατοί στους κλάδους τους (Κυριάκος, Απόστολος κ Πρόδρομος), αποτέλεσαν τριανδρία που έζησε με ορμή μέσα στην εμπορική ζωή της πόλης με χαρές αλλά και εντάσεις αφού εμπορικά ήταν δαιμόνια πνεύματα. Ήταν αξέχαστα τα υπαίθρια γλέντα που οργάνωνε στην Ραχιά, στου Γαλλίκα το κτήμα, σε γουρουνοχαρές στον κουμπάρο του τον Γούλα, (η Τασούλα Κελεπούρη μάρτυς μου) όπου και κάθε χρόνο τηρούσαν το έθιμο με το σφάξιμο του γουρουνιού.
Κάθε καρναβάλι ντύνονταν όλη η παρέα των γονιών μας καρναβάλια και με το κλειστό φορτηγάκι WV του Κυριάκου, περιφέρονταν σε γνωστές οικογένειες του κάμπου για να καταλήξουν στην Λυκογιάννη για αξέχαστα γλέντια στο καφενείο.
Εζησε με περισσή φροντίδα και αβραμιαία αγάπη τα γεράματα δίπλα στην γυναίκα του την φιλοσοφημένη Σούλα στο διαμέρισμα της οδού Εληάς, έζησε την ατέλειωτη φροντίδα των παιδιών του και των συζύγων τους των καθώς και των εγγονών του καμαρώνοντας τα να προοδεύουν και να κτίζουν μια καλύτερη ζωή για τα δικά τους παιδιά. Από το τσιράκι της οδού Ιπποκράτους της δεκαετίας του 70 αφεντικό, καλή αντάμωση στα μικρασιάτικα λημέρια της αιωνιότητος.