Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Η μεγαλοψυχία και η συγχωρητικότητα, τούστρωσαν κρεβάτι μαλακό να κοιμηθεί. Η ελπίδα τρύπωσε μέσα του να τον γλυκάνει και η Αγάπη με την φλόγα της θέλησε να τον ζεστάνει. Ώρες πολλές περάσανε μα ο Νους δεν αντιδρούσε. Η καρδιά, ξενύχταγε μερόνυχτα στο προσκεφάλι του. Πήρε να ξημερώνει. Ο ουρανός ντύθηκε στα πορτοκαλιά, και ο ήλιος ξετρύπωσε δειλά-δειλά πίσω από του βουνού την πλάτη.
Αηδόνι ήταν αυτό που κελαηδούσε τόσο γλυκά; Τί ευωδίαζε τόσο πολύ; Μην ήτανε το αγιόκλημα ή το γιασεμί; Και αυτή η αχτίδα πούπαιζε κρυφτό ανάμεσα στα βλέφαρά του γιατί τον ξύπνησε;
Ο Νους άρχισε να νιώθει πάλι ζωντανός. Μα ο φόβος των σκοτεινών σκέψεων του έκανε να τρέμει. Να φοβάται να δεχτεί το καινούργιο. Κρυμμένος μέσα στην σιωπή ήταν απόλυτα ασφαλής. Εκεί μέσα στο κενό στην ανυπαρξία. Αυτή η παιχνιδιάρικη αχτίδα τον ανάγκασε τα μάτια να ανοίξει. Η φίλη του η καρδιά του χαμογελούσε.
«Καλό μου ξύπνα δεν υπάρχει τίποτε εδώ να σε φοβίζει. Όλα τα έδιωξα για το χατίρι σου» του είπε.
«Μα πώς, πώς;» ψιθύριζε ο Νους.
«Δεν άντεξαν την φλόγα της Αγάπης μου και τόβαλαν στα πόδια ντροπιασμένες. Και εγώ τις φυλάκισα στο πιο σκοτεινό πηγάδι και έβαλα φρουρούς να το φυλάγουν. Για νάσαι εσύ ελεύθερος και όχι δούλος τους. Καλωσόρισες στη ζωή και στην ομορφιά της, ξανάπε η καρδιά.
Ο Νους ανακάθισε στο κρεβάτι του. Κοίταξε γύρω του.
Οι λέξεις δεν χόρευαν πια και σκέψεις δεν υπήρχαν.
Το σκοτάδι έφυγε και το ΦΩΣ της Αγάπης ήταν φανερό.
Για μια ακόμη φορά η φίλη του τον έσωσε.
Σκέφτηκε ότι ήταν πολύ τυχερός και βιάστηκε να φύγει από τ παλάτι ευχαριστώντας θερμά τους υπηρέτες και την καρδιά.
Έπρεπε να βρει τον φίλο του το χαρτί. Πάνω του να ακουμπήσει όλα αυτά που έζησε. Ήξερε ότι ο φίλος του τον περίμενε. Πάντα έτοιμος να τον ακούσιε. Προχωρούσε βιαστικά μέσα στο δάσος χαρούμενος που οι σκοτεινές σκέψεις ήταν φυλακισμένες.
Έπιανε με το χέρι του το φυλαχτό που τούδωσε η φίλη του η καρδιά. «Πάρτα του είπε και κάθε φορά που κάτι σκοτεινό σε πλησιάζει να ρίχνεις πάνω του την φλόγα της Αγάπης μου»…