Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Ξύπνησε ο δράκος από τη νάρκη.
Φωτιές ξερνούσε στους δρόμους της ψυχής.
Αναστατώθηκε ο νους… Οι σκέψεις κρύφτηκαν.
Και οι λέξεις πάγωσαν. Ο φόβος φώλιασε μεσ’ στην καρδιά μου.
Μην η φωτιά πλησιάσει πολύ και κόψει ό,τι καλό απέμεινε μέσα μου.
Οργή, θυμός κουβάρι γίνανε πάλι και η φωτιά θέριευε και έσπερνε τον πανικό… Στο πέρασμά της έκαψε τις όμορφες σκέψεις, τα χαρούμενα σκιρτήματα την κατανόηση, τη δικαιολογία τα χαμόγελα τους χορούς και τους ρυθμούς που ήταν έτοιμο το σώμα να χορέψει. Γιατί θυμώνω ενώ το ξέρω ότι η λύπη μου είναι αυτή που στην ουσία συσσωρεύεται μεσ’ στης καρδιάς τα κόκκινα δωμάτια…
Ήρθαν βροχή τα δάκρυα και σβήνανε της φλόγας τη μανία…
Μία λίμνη λύπης ξεχείλισε και οι κρυμμένες σκέψεις δεξιά, δειλά ξεπρόβαλαν στου νου τους δρόμους. Έχω δικαίωμα να θυμώνω. Έχω δικαίωμα να λυπάμαι. Για ότι με ενοχλεί έχω δικαίωμα να το πω. Να πω τη δική μου αλήθεια. Και τότε κατάλαβα ότι ο φόβος είναι αυτός που εμποδίζει τα συναισθήματα να βγούνε από τις τρύπες του. Και προτιμώ εκεί να τα μαζεύω, να τα μαζεύω παρά να τα πετώ έξω από την καρδιά μου.
Σαν τοξικά απόβλητα. Γιατί αυτό είναι. Ο φόβος του κακού παιδιού, του παιδιού που αμφισβητεί, που δεν πείθεται, που δεν εμπιστεύεται. Ενός παιδιού που χειραγωγούν μόνο για να προβάλλει μια ψεύτικη εικόνα προς τα έξω. Γιατί ήταν και είναι ντροπή να μιλάς ελεύθερα, να υψώνεις τη φωνή σου, να διεκδικείς το δίκιο σου. Γιατί μας θέλουν κατευθυνόμενους και εξαρτημένους. Βολεμένους και καθησυχασμένους. Γιατί οι επαναστάσεις κοστίζουν. Και το αίμα είναι πια δυσεύρετο. Καλύτερα μία ψυχή ναρκωμένη παρά μία ψυχή ελεύζερη… Αλλοίμονο αν μαζευτούν πολλές ελεύθερες ψυχές…
Γι’ αυτό θυμώνω. Γιατί όλο αυτό ξεκίνησε από της μήτρας το κουκούλι. Και λυπάμαι γιατί μεγάλη μπόρεσα κάποιους φόβους μου για να νικήσω. Και ναι! Το λέω μέσα μου. Μπράβο σου, που μπόρεσες όχι να πεις εκεί που έπρεπε. Θυσία να γίνεις εκεί που αξίζει. Να ακούς αυτά που σε κάνουν να γελάς. Να συμβιώνεις με το αρνητικό, χωρίς να σε επηρεάζει. Αυτός ο θυμός μέσα μου, το ξέρω ότι θα αργήσει να φύγει. Όμως όταν γίνεται θεριό ειλικρινά δεν ξέρω πώς να τον χειριστώ. Γι’ αυτό και παίρνω το στυλό το ποιο καλό μου φιλαράκι. Αυτό μαζί με το χαρτί με βοηθούν τις σκέψεις να αραδιάζω αβίαστα, ειλικρινά… Και έτσι ησυχάζω…