Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Μπρος στην Ταφή σου, βρίσκομαι και μόνο σε κοιτώ.
Άδειασε η ψυχή χαθήκανε οι λέξεις και μόνο τα μάτια μιλούν γι’ αυτό που το μέσα μου εισπράττει.
Αυτό το άψυχο κορμί που άδικα γύμνωσαν, το κρέμασαν πάνω στο κρύο ξύλο δεν χόρταινα να το θωρώ. Έτσι μπορούσα να δω τη δική μου γύμνια, την ντροπή, την αδυναμία, την πτώση μου. Αναρωτιόμουν… Ήταν δάκρυα μετανοίας αυτά ή φυσική αντίδραση της συνειδητοποίησης της ματαιότητας στη θέα του θανάτου;
Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τη λύπη μου. Ήθελα α φωνάξω δυνατά. Ένα μεγάλο «γιατί» ορθώθηκε μπρος μου. Πέτρωσε η καρδιά και ο θυμός για τ’ άδικο θέριεψε μέσα μου. Σιγοψιθύριζα ανάμεσα στους λυγμούς…
Είναι άδικο, άδικο. Όχι ΑΥΤΟΝ που το αίμα του με Αγίασε. ΟΧΙ ΑΥΤΟΝ που τόσο με αγάπησε. ΟΧΙ ΑΥΤΟΝ που πάντα θυσιάζεται για μένα.
Που τον ματώνω σε κάθε λογισμό μου, σε κάθε πονηριά μου, σε κάθε ψέμα μου, σε κάθε υπερήφανη ενέργειά μου. Δεν μπορώ να τον βλέπω στον Σταυρό. Όταν ξέρω ότι και εγώ τον Σταυρώνω.
Προσμένω την Ανάσταση και φεύγω αφήνοντας τον ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΜΟΝΟ.
Νάρθει γρήγορα η Ανάσταση, να πάρει τη χλωμάδα από το πρόσωπό μου, να κυλήσει ζωή μέσα στις φλέβες μου, να αποκτήσει ΦΩΣ το βλέμμα μου.
Να νικηθεί ο δικός μου θάνατος, με την δική του ΑΝΑΣΤΑΣΗ.
Ξύπνησα… Τί ώρα είναι; Πού βρίσκομαι; Δεν είμαι νεκρή; Πού πήγε ο Τάφος; Άναψα το φως του φωτιστικού. Απέναντί μου η εικόνα της Σταύρωσης. Όνειρο ήταν. Δύο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά μου. Είμαι ζωντανή στο κρεβάτι μου, στην ασφάλειά μου… Αναστέναξα… Κοίταξα το ρολόι. 4 η ώρα ξημέρωμα. Γύρισα πλευρό. Ο ύπνος δεν ήθελε να απλώσει πια τα δίχτυα του στα βλέφαρά μου. Οι σκέψεις ξύπνησαν και πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια του νου μιλώντας όλες μαζί.
Ποια είσαι; Πού πας; Τί κάνεις; Αν φύγεις τώρα τί θα πάρεις μαζί σου;
Τα υλικά αγαθά σου δεν χωράνε στον Τάφο.
Γυμνός ο Κύριός μου ετάφη. Μα η Αγάπη Αναστήθηκε.
Εσύ; Με ρώτησα, μα δεν μου απάντησα.
Αφέθηκα αδύναμη και μόνη στην σκοτεινή ψυχή μου στους δρόμους του νου, όπου ο εγωισμός δεν άφηνε να δω το ΦΩΣ της Ανάστασης. Κολλημένοι στους Τύπους δεν βλέπουμε, δεν νιώθουμε τη Σταύρωση, την Ταφή αλλά ούτε και την Ανάσταση.